Εγώ δεν ειμαι ποιητής
Μου αρέσουν οι ποιητές. όχι η ποίηση....
Ψέμα!Μου αρέσουν οι άνθρωποι που χρεώνονται το βάρος της ποίησης στις πλάτες τους
Οι ποιητές και οι ποιήτριες. με τα μισοάδεια μπουκάλια αλκοόλ στο περβάζι του παραθύρου τους,τα τσαλακωμένα σεντόνια τους,τους χαμένους ανεκπλήρωτους έρωτες,μισοαξύριστοι,ξύπνιοι κι όχι εξυπνάκηδες,με το τσιγάρο να έχει ποτίσει στα χέρια τους το ωχρό χρώμα της νικοτίνης ανάμεσα στον δείκτη και στο μεσοδάχτυλο.
Να μοσχοβολούν λεβάντα, λεμόνι και ναφθαλίνη, όταν βγαίνουν περατζάδα να πλανέψουν κορίτσια, με μια άδολη λάμψη στα μάτια...
Μου αρέσουν πως πλέκουν τον μύθο με την πραγματικότητα τους, σ'έναν παλλόμενο κατάδικο τους ουτοπικό αλλά σκληρό κόσμο...
Δεν σου αγοράζουν λουλούδια,μα σου φτιάχνουν στεφάνια και στα φορούν, από άγριες μαργαρίτες και στάχυα..
Σε κοιμίζουν στην αγκαλιά τους,σου τραγουδούν τραγούδια που δεν θυμάται πια κανείς,σου μαθαίνουν την ιστορία απ την "ανάποδη", σου λένε σπάνια "σ αγαπώ"αλλά , όταν το πουν δεν το παίρνουν πίσω,αντέχουν,πιστεύουν,κάνουν λάθη,κάνουν θαύματα,τρέφουν και τρέφονται απ την θλίψη ,τα τραύματα και τα θαύματα τους..
Περπατούν απαλά,μιλούν τρυφερά,φοβούνται αλλά δεν δειλιάζουν,τρώνε καραμέλες βουτύρου και σταφύλια βουτηγμένα σε κρασί γλυκό...
Ταξιδεύουν τις νύχτες,πετούν με αεροπλάνα ,καβαλούν μηχανές κι έχουν γυρίσει τον κόσμο με τα πόδια,την αλήθεια και το ψέμα του κόσμου...
Βαδίζουν ξυπόλητοι στο προθάλαμο της ζωής,έχουν μια γάτα να τρίβεται στα πόδια τους,ένα σκύλο στην αγκαλιά τους,δουλεύουν,διαβάζουν,θυμούνται,κλαίνε και λυπούνται αληθινά, οδηγούν σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε φραγμένες αρτηρίες.
Στρώνουν την ατίθαση τόύφα απ τα μαλλιά τους,στις τζαμαρίες του δρόμου,πίνουν καφέ πικρό,κάθονται ώρες στην ακροθαλασσιά,δεν φορούν ποτέ ρολόι,ο χρόνος τους νικά πάντα,χάνουν το κορμί τους σε μια ζαριά κι αφήνουν την ψυχή τους στα χέρια σου....
"Μικροί",ταπεινοί,συνήθως απελπισμένοι,χωρίς "δόξες" κ τεχνάσματα,κοιμούνται κάτω από το φως του φεγγαριού και ξυπνούν στα όνειρα σου...
Σαν γλυκό του κουταλιού της γιαγιάς σου,σαν την λεμονιά του πατέρα μου,σαν τα κοχύλια της κόρης σου,σαν τα τραγούδια του γιου σου στην κιθάρα,σαν σπασμός ερωτικός κι αιώνιος,σαν πρωινό τσιγάρο,σαν καραβίσια ροτα ως το μπουένος άιρες,σαν το μπάλο που χόρευω",σαν το νερό που πίνεις και ξεδιψάς.
Ζουν ανάμεσα μας και να σας πω και την αλήθεια, σπάνια γράφουν ολοκληρωμένες συλλογές ποίησης,μα θραύσματα.
Συνήθως στην ψιθυρίζουν χαμηλόφωνα στο αυτί σου και τα λόγια μπλέκονται με τον βόρειο άνεμο, που τα σκορπά σαν μικρές κρυστάλλινες σταγόνες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα........
Ψέμα!Μου αρέσουν οι άνθρωποι που χρεώνονται το βάρος της ποίησης στις πλάτες τους
Οι ποιητές και οι ποιήτριες. με τα μισοάδεια μπουκάλια αλκοόλ στο περβάζι του παραθύρου τους,τα τσαλακωμένα σεντόνια τους,τους χαμένους ανεκπλήρωτους έρωτες,μισοαξύριστοι,ξύπνιοι κι όχι εξυπνάκηδες,με το τσιγάρο να έχει ποτίσει στα χέρια τους το ωχρό χρώμα της νικοτίνης ανάμεσα στον δείκτη και στο μεσοδάχτυλο.
Να μοσχοβολούν λεβάντα, λεμόνι και ναφθαλίνη, όταν βγαίνουν περατζάδα να πλανέψουν κορίτσια, με μια άδολη λάμψη στα μάτια...
Μου αρέσουν πως πλέκουν τον μύθο με την πραγματικότητα τους, σ'έναν παλλόμενο κατάδικο τους ουτοπικό αλλά σκληρό κόσμο...
Δεν σου αγοράζουν λουλούδια,μα σου φτιάχνουν στεφάνια και στα φορούν, από άγριες μαργαρίτες και στάχυα..
Σε κοιμίζουν στην αγκαλιά τους,σου τραγουδούν τραγούδια που δεν θυμάται πια κανείς,σου μαθαίνουν την ιστορία απ την "ανάποδη", σου λένε σπάνια "σ αγαπώ"αλλά , όταν το πουν δεν το παίρνουν πίσω,αντέχουν,πιστεύουν,κάνουν λάθη,κάνουν θαύματα,τρέφουν και τρέφονται απ την θλίψη ,τα τραύματα και τα θαύματα τους..
Περπατούν απαλά,μιλούν τρυφερά,φοβούνται αλλά δεν δειλιάζουν,τρώνε καραμέλες βουτύρου και σταφύλια βουτηγμένα σε κρασί γλυκό...
Ταξιδεύουν τις νύχτες,πετούν με αεροπλάνα ,καβαλούν μηχανές κι έχουν γυρίσει τον κόσμο με τα πόδια,την αλήθεια και το ψέμα του κόσμου...
Βαδίζουν ξυπόλητοι στο προθάλαμο της ζωής,έχουν μια γάτα να τρίβεται στα πόδια τους,ένα σκύλο στην αγκαλιά τους,δουλεύουν,διαβάζουν,θυμούνται,κλαίνε και λυπούνται αληθινά, οδηγούν σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε φραγμένες αρτηρίες.
Στρώνουν την ατίθαση τόύφα απ τα μαλλιά τους,στις τζαμαρίες του δρόμου,πίνουν καφέ πικρό,κάθονται ώρες στην ακροθαλασσιά,δεν φορούν ποτέ ρολόι,ο χρόνος τους νικά πάντα,χάνουν το κορμί τους σε μια ζαριά κι αφήνουν την ψυχή τους στα χέρια σου....
"Μικροί",ταπεινοί,συνήθως απελπισμένοι,χωρίς "δόξες" κ τεχνάσματα,κοιμούνται κάτω από το φως του φεγγαριού και ξυπνούν στα όνειρα σου...
Σαν γλυκό του κουταλιού της γιαγιάς σου,σαν την λεμονιά του πατέρα μου,σαν τα κοχύλια της κόρης σου,σαν τα τραγούδια του γιου σου στην κιθάρα,σαν σπασμός ερωτικός κι αιώνιος,σαν πρωινό τσιγάρο,σαν καραβίσια ροτα ως το μπουένος άιρες,σαν το μπάλο που χόρευω",σαν το νερό που πίνεις και ξεδιψάς.
Ζουν ανάμεσα μας και να σας πω και την αλήθεια, σπάνια γράφουν ολοκληρωμένες συλλογές ποίησης,μα θραύσματα.
Συνήθως στην ψιθυρίζουν χαμηλόφωνα στο αυτί σου και τα λόγια μπλέκονται με τον βόρειο άνεμο, που τα σκορπά σαν μικρές κρυστάλλινες σταγόνες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα........
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου