Η κατσαρίδα

~η κατσαρίδα




Η πλατεία ήταν στολισμένη,κατάφωτη και οι περισσότεροι μικροπωλητές είχαν στήσει ήδη τους πάγκους με την πραμάτεια τους πάνω στη νησίδα που χώριζε την μεγάλη πλατέία με την ακρογιαλιά που έδεναν οι ψαρόβαρκες.

.Στο μούχρωμα της μέρας ,έτσι όπως απεγνωσμένα πολεμούσε ο ήλιος να μη βυθιστεί στην θάλασσα,τα μπακίρια και τα μεταχειρισμένα σκέυη απ τους ξύλινους πάγκους,δημιουργούσαν ανταύγειες στα χρώματα της ίριδας που ζωγραφίζονταν στα πρόσωπα των μεγάλων κι έκαναν τα μικρά παιδιά να χαχανίζουν λες κι έβλεπαν παρέλαση με κλόουν.

Οι θιασώτες απ το μπουλούκι φρόντιζαν τις τελευταίες λεπτομέρείες για το στήσιμο των αυτοσχέδιων σκηνικών τους πίνοντας μπύρα και ρετσίνα ,βλασφημώντας ψιθυριστά τη μοίρα τους,που τους έριξε στο δρόμο.

Οσο περνούσε η ώρα όλο και περισσότερος κόσμος μαζεύοταν να δει την υπαίθρια παράσταση.
τουρίστες με χαιμαλιά και μαλλιά που έσταξαν αλμύρα ,κορίτσια νεαρά γεμάτα σφρίγος και νιάτα,φορώντας λουλουδάτα φορέματα και μικροσκοπικά σορτς γελούσαν ,μιλούσαν και σκανδάλιζαν τους έφηβους γιους που άχαρα κι άγουρα σκαρφίζονταν τρόπους για να τους τραβήξουν τη προσοχή.Γέλια και χάχανα σκορπούσαν κι ενώνονταν με τον άνεμο και ήταν λες κι όλο πιο δροσερός και ανταριασμένος κατέβαινε απ τα βουνά ανακατέύοντας με μανία τα κολλαρισμένα μαλλιά με την αφθονη λακ των κυριών με.τις πέρλες και τα αραχνούφαντα πουκάμισα.

Και τα μικρά παιδιά γελούσαν.όλο και γελούσαν πιο δυνατά με τα καμώματα του ανέμου.

Κόσμος πολύς μαζεμένος,ζευγάρια ερωτευμενα που αγκαλιασμένα περπατούσαν σαν να πετουσαν πάνω στην ασφαλτο,χωρις να νοιάζονται.για τίποτα παρά μόνο πότε θα ρθει η ώρα να.τρυπώσουν σε μια γωνιά για να γευτούν κορμιά,υγρά,ιδρώτα και σπασμούς.

Είχε έρθει κι ο.δήμαρχος με.την κυρία του αγκαζέ,χαιρετώντας το πλήθος,ο νομάρχης,ο δεσπότης ,ο αστυνόμος με ύφος βαρύ κι αγέλαστο,κανείς δεν τους έδινε σημασία μόνο κατι ανθρωπάρια που είχαν βλέψεις για καμιά θεσούλα ή κανα ρουσφετιλίκι.

Γέροι,νέοι κ μικρά παιδιά ένα πληθος ετερόκλητο,ανόμοιο,σαν σε διαδήλωση σαν σε πορέία σαν σε λειτανία τον δεκαπεντάύγουστο της Παναγίας,όλοι μαζεμένοι.,άλλοι.σουλάτσαραν,άλλοι.έτρωγαν απ.τις καντίνες με τα βρώμικα μα πεντανόστιμα σουβλάκια κ λουκάνικα,τα παιδια πασαλειμένα με μέλι απο.λουκουμάδες και ζάχαρη απ καραμέλες στα μούτρα τους,όλο χαχάνιζαν και χοροπηδούσαν.
γέλια και χαχανιτά.

Ξάφνου οι προβολέίς άνοιξαν,απο κάπου ακούστηκε μια φωνή να λέει πως σε πέντε λεπτά η παράσταση ξεκινά,το πληθος μαζευτηκε γυρω,μια γυναίκα εμφανίστηκε στη σκηνή,μια πανέμορφη νεαρή γυναικα,μ ενα κατακόκκινο μακρύ φόρεμα,έλεγε για μια ιστορια για τον αρραβωνιστικο της, που την αφησε για μιαν άλλη,έπειτα ένας άντρας κ μια στρουμπουλή γυνάίκα βγηκα πάνβ στη σκηνή,ο άντρας σκόνταψε έπεσε πάνω στη.νεα.γυναίκα με το κόκκινο φόρεμα αυτή του άστραψε ένα χαστούκι ,αυτός έκανε δυο στροφες γυρω απ τον ευατό του κι επειτα έπεσε κατω ,το πληθος γελουσε με τα χαλια του,τα παιδια χαχάνιζαν και χοροπηδουσαν.

Η αναστάτωτη ξεκίνησε απ τις πλαινές καρέκλες.Κάποια κυρία προχωρημένης ηλικίας με τα σεα κ τα μεα της,έβγαλε μια.τσιριδα.
"βοήθεια.παναγία μου" ξεφώνησε κι αναπήδησε απ τη καρέκλα
"μια κατσαρίδααααα" στρίγγλισε.
οι θεατές απ τις γυρω θέσεις,σηκώθηκαν πανικόβλητοι κ αυτοί,οι γονείς έτρεξαν να παρούν αγκαλιά τα μικρά παιδιά,οι ερωτευμένοι αγκαλιάστηκαν πιο σφιχτά,οι γριές έκαναν σταυρούς,οι τουρίστες ανέβηκαν πάνω στους πάγκους των μικροπωλητων.

η παράσταση διεκόπει αιφνιδίως,φασαρία και παραζάλη.

Κάποιος ειδε.την κατσαρίδα να τρέχει σα σίφουνας προς τη μεριά του.δημάρχου,που.ειχε πανιάσει,"ας πιάσει κάποιος τη βρωμερή κατσαρίδα"ακουστηκε μια φωνή,το έντρομο ζωυφιο ετρεχε πανικόβλητο,όλοι πια κυνηγούσαν τη κατσαρίδα,εκέίνη έτρεχε να σωθέί απο το πλήθος και μόνο η νεα όμορφη γυναίκα της σκηνής δεν είχε κουνηθει απ τη θέση.της και χάζευε την θεοσκοτεινη θάλασσα στο βάθος κι ευχονταν να μπει σ εκέίνο το καράβι που μόλις σάλπαρισε και μόνο τα παιδια που ειχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια και στα χάχανα βλέποντας όλους τους μεγάλους γύρω τους,να κυνηγούν μια τόση δα κατσαρίδα.
και δώστου χάχανα και γέλια τα παιδιά..

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις