ΣΑΝ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ
Νομίζω πως όλα ξεκίνησαν ένα βροχερό απόγευμα, καλή ώρα σαν σήμερα,στην ανηφοριά προς τον Προφήτη Ηλία εκεί στο κέντρο του Πειραιά.
Θα ήμουν δεν θα ήμουν δώδεκα χρονών .
Είχε ήδη σουρουπώσει ,τα αθλητικά μου είχαν μουσκέψει,οι κατσαρές μπούκλες μου είχαν γίνει σαν μαλλί προβάτου και η μύτη μου έτρεχε,ομπρέλα δεν κρατούσα ποτέ κι ας μου έβαζε πάντα μια η μάνα,στο πάνινο σακίδιο που είχε αγοράσει σε μια κυριακάτικη βόλτα στο Μοναστηράκι.
Κόσμος πολύς δεν κυκλοφορούσε,κάποιοι βιαστικοί περαστικοί προσπαθώντας να προστατευτούν από τις στάλες της βροχής που δυνάμωνε λεπτό προς λεπτό, λίγα αυτοκίνητα ανέβαιναν σπινιάροντας στις γυαλισμένες μικρές πλάκες που τόσα χρόνια είχαν σχεδόν, γυαλίσει, από τους χιλιάδες βηματισμούς στην ανηφόρα και κατηφόρα των ανθρώπων ,καθώς κ από τα φρεναρίσματα των οχημάτων.
Περπατούσα πια στην άκρη του δρόμου,αποφεύγοντας το πεζοδρόμιο που είχε γεμίσει λάσπη και τα σκέπαστρα που έσταζαν.Περπατούσα βιαστικά,γιατί το κρύο και η υγρασία είχαν πια φτάσει κ στο χοντρό πουλόβερ μου.
Στην ανηφοριά εκεί,που λέτε ,προς τον προφήτη Ηλία κ το Βεάκείο ,εκεί που όταν καταφέρεις κ την ανέβεις, βλέπεις όλο τον Πειραιά πιάτο στα πόδια σου, από την Δραπετσώνα,μέχρι το Λιμάνι στην ακτή Μιαούλη ,μέχρι την Καστέλα κι ακόμη παραπέρα ,εκεί,λοιπόν, πάνω από το Πασαλιμάνι στην οδό Β.Γεωργίου κ Μουσών,ενώθηκα με ένα κομμάτι από την μοίρα μου.
Καθώς είχα φτάσει σχεδόν στον προορισμό μου,μια μελωδία ,μια φωνή με ένα γρέζι κι έναν λυγμό,έφτασε στα αυτιά μου.Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τι άκουγα,σίγουρα είχα ξανακούσει κάτι ανάλογο,σπίτι μιλούσαμε όλοι τραγουδιστά,μα εκείνος ο ήχος ήταν λες και μιλούσε τόσο μέσα σε μένα,πέρα από μένα,λίγο πιο βαθιά απο κάθε τι που ήξερα ως τότε,για μένα.
Πλησίασα λίγο πιο κοντά για να δω από ερχόταν η μουσική.
Ένα μικρό καφενείο,που σίγουρα δεν θα του έριχνες δεύτερη ματιά,αν τυχόν το συναντούσες στο διάβα σου,σαν εκείνα που ήταν μόνιμο στέκια ναυτικών, μαγκίτων και παλαίμαχων στα μανιάτικα του Πειραιά,στην γωνιά του δρόμου,κατάφωτο ,με διακόσμηση άλλων εποχών και ψάθινες καρέκλες που δεν τις είχαν μαζέψει από το βροχερό πεζοδρόμιο παραδόξως, φάνταζεται σαν μοτίβο από ασπρόμαυρη ταινία
Πλησίασα κι αλλο προς την είσοδο του μαγαζιού κ στάθηκα στην πόρτα παρατηρώντας το εσωτερικό του.
Στα λίγα τετράγωνα τραπέζια με τα καρό τραπεζομάντηλα, καθόταν θαμώνες,μεγάλοι όλοι σε ηλικία, και μια παχουλή γυναίκα γύρω στα πενήντα, με κόκκινα κοντά μαλλιά τους σέρβιρε.
Το τραγούδι κόντευε να τελειώσει όταν η γυναίκα σήκωσε το βλέμμα της και με είδε..
Με πλησίασε προσκαλώντας με μέσα,πιστεύοντας πως στάθηκα εκεί για να προφυλαχτώ από την βροχή.
Δεν ξέρω τι πέρασε από το μυαλό μου ή τι ακριβώς ένιωσα ,αλλά της είπα πως σταμάτησα εκεί γιατί ήρθε στα ρουθούνια μου η μυρωδιά από πατάτες τηγανιτές
Εκείνη τότε απλόχερα μου είπε να περάσω αν θέλω να με κεράσει και να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνο για να παρω τους γονείς μου,μια και φαινόμουν σαν να χάθηκα.
Μόλις τότε συνειδητοποίησα πως η μάνα θα είχε ανησυχήσει που άργησα και πως όντως φαινόμουν σαν χαμένη.
Το τραγούδι είχε από ώρα σταματήσει κι έπαιζε τώρα ένα άλλο,στον ίδιο ρυθμό,αλλά όχι σαν εκείνο που με είχε κάνει να σταθώ σ αυτήν εδώ την πόρτα.
"Όχι,με περιμένουν λίγα μέτρα πιο πάνω" ήμουν έτοιμη να της πω,αλλά ένα δευτερόλεπτο μετά,το μετάνιωσα..
Στεκόμουν εκεί στην πόρτα αδέξια και βρεμένη ,με την χαμογελαστή κυρία να με κοιτά παράξενα κ τους θαμώνες να έχουν γυρίσει προς το μέρος μου ..
Πήρα μια βαθιά ανάσα,λες και θα ξεστόμιζα το πιο μεγάλο ερώτημα της μέχρι τώρα ζωής μου και της είπα:
''Μήπως ξέρετε ποιο ήταν αυτό το τραγούδι που έπαιζε πριν λίγο,αυτό που ήταν σαν νανούρισμα για ένα μαγεμένο μυαλό;"
"Ποιο τραγούδι μικρή μου.Δεν πρόσεχα.Ποιο εννοείς;"
Κ την ώρα που πήγα να της πω,πως δεν πειράζει κ να την καληνυχτίσω πετάχτηκε ένας παππούς με μια τραγιάσκα κ της είπε:
"Του Μπαγιαντέρα λέει ,ρε Φρόσω,να δεις πως το λένε,α,ναι Σαν μαγεμένο το μυαλό μου,αυτό λέει η μικρή"
Δεν ξέρω αν έχετε ερωτευτεί με την πρώτη ματιά.
Εγώ έχω και ξέρω.
Δεν είναι πως δεν είχα ακούσει ξανά ρεμπέτικο.Αλλά σαν αυτή την φωνή κ ερμηνεία δεν είχα ακούσει ξανά..
Κι έτσι,ένα βροχερό βράδυ, σχεδόν παιδί ακόμη, ανεβαίνοντας τα σκαλάκια της ανηφόρας προς τον Προφήτη Ηλία του Πειραιά, ενώθηκα για πάντα με τον Δημήτρη Γκόγκο,τον Γιοβάν Τσαούς,τον Βαμβακάρη τον Δέλια,τον Παπαιωάννου,τον Περιστέρη,τον Τούντα,,τον Μπάτη,τον Τσιτσάνη..
Ενώθηκα με μια γλώσσα, που μ ακολουθεί μέχρι κ σήμερα,στις χαρές,στις λύπες,στα πάθη μου,στον έρωτά μου,στην λαχτάρα μου,στο σιχτίρ μου,στα ξόρκια και στα μάγια μου.
Την δική μου γλώσσα.
Τα Ρεμπέτικα........
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου