TAK...TAK...TA TAKOYNAKIA...
Τακ...τακ ....τα ...τακουνάκια....
Ισιώνει το φουστάνι της που τσιτώνει στην κοιλιά γιατί έχει και τα παχάκια της.
Δεν είναι και παιδούλα πια..
Γκλιν..γκλαν..
κουδουνίζουν τα βραχιόλια που τα κλειδώνει σε ερμάρια μπας και μπει κανένας κλέφτης και της τα βουτήξει...
Βάζει τα χέρι της μέσα από την βελούδινη βυσσινί της μπλούζα φτιάχνει την ράντα από τον στηθόδεσμό..έναν νούμερο μικρότερο τους παίρνει παντα,για να τουρλώνει το βυζί κ ας της κόβει την ανάσα στην πλατη..
Ανάθεμα το!
Φτηνιάρικο το πήρε από την λαική δεν στρώνει...
Σταματά κάτω από μια λάμπα θαμπή του δρόμου,βγάζει από την παλιά της τσάντα με τις ξεθωριασμένες άκρες ένα κοριτσίστικο καθρεφτάκι,κοιτά το έίδωλο της,ανοίγει το στόμα της, το κραγιόν έχει πασαλείψει τα κίτρινα της δόντια,κάνει μια ανάποδη κίνηση με τα δάχτυλα το καθαρίζει περνά μια στρώση ακόμη,μια τούφα αδιάφορου χρώματος από εκατό περάσματα οξυζενέ πέφτει στα μάτια της,την ρίχνει στο πλαι κ συνεχίζει να περπατά..
Τώρα τα τακουνάκια την χτυπούν στα δάχτυλα και στην φτέρνα,αλλά έίναι τα πιο καλά που έχει,λουστρίνια με χρυσή αγκράφα κ κόκκινο βελούδο στο τελείωμα..
Της αρέσει το βελούδο.
Στα φόρτε της ,μεχρι κ βελούδινα βρακιά είχε.Τώρα δεν χωρά..
Η νύχτα έχει πέσει κ το κρύο έχει αρχίσει να γίνεται τσουχτερό..
Τα..τα..τα..τα δόντια της χτυπούν..
Που της έίπε πως είναι το μαγαζί,δεν βλέπει κ χωρίς τα γυαλιά της..
Δεν θέλει να τα φορά όμως...
"τι μαβιά μάτια κοκόνα μου έχεις,μάγισσας"της λέγανε στην γειτονιά κεινα τα χρόνια. που ανηφόριζε με τα τσόκαρα κ τα διάφανα μπλουζάκια που έκανε πιτσιρικάδες,αλάνια και νοικοκυράίους, να ξυπνούν με το πουλί της ορθό για χάρη της και τις γειτόνισσες να την αναθεματίζουν
..να τα κρύψει τώρα πίσω από γυαλιά γριάς...
Σαμπώς δεν ήταν γριά όμως...
Άτιμα νιάτα...που έίναι το μαγαζί, γαμώτο...
Όλη την παραλία της πόλης έφερε βόλτα..θα ταν καινούργιο,δεν το ήξερε.
.Να ρωτήσει κανάν άνθρωπο...
Μα όποιον κ να ρώτησε τέτοιο μαγαζί δεν ξέρανε..Δύο ώρες έφερε βόλτα τα στέκια..
Μα όποιον κ να ρώτησε τέτοιο μαγαζί δεν ξέρανε..Δύο ώρες έφερε βόλτα τα στέκια..
Άσε που την κοιτούσαν περίεργα κ κρυφογελούσαν..Θα τους φαινόταν παράξενα ντυμένη για την ηλικόα της,λες και έπρεπε να δώσει λογαριασμό στον καθένα τι θα φορά κ πως θα περπατά
"α,ρε ντουνιά με τις υποκρισίες σου"
Πουθενά δεν υπήρχε μαγαζί με το όνομα που της είχε πει...
Την γέλασε κι αυτός...
Δεν ήθελε να το παραδεχτεί.
Την κοροιδεψε .Μπορει να ειναι και σε καμιά γωνια να γελά μαζί της..
"Είστε όμορφη και τοσο διαφορετική"
Σαράντα χρονών παλήκαρος ήταν.Πως δεν το κατάλαβε;
Μόνο το όνομα του ήξερε και πως δούλευε σε μια τράπεζα.Σε ποια δεν ήξερε....Δεν ρώτησε ,λες και ήταν πρωτάρα..
Τώρα πονουσαν τα πάντα..
Πόδια,χέρια,μέση,το κεφάλι της..
Το κραγιόν της έκαιγε το στόμα,από το σουτιέν κόπηκε η ράντα και το βελούδινο μπλουζάκι στένευε αλλόκοτα..
Μπήκε σ ένα μαγέρικο.
Λεφτά είχε ίσα ίσα για μια σούπα κ ένα ποτήρι κρασί..
Δεν θα βάλει τα κλάματα,όχι.Έχει στερέψει χρόνια απο δαύτα.
Λεφτά δεν είχε...
Τι να βγάλει εξήντα χρονών γυναίκα από τα κεριά και λιβάνια που πουλούσε στην λαική αγορά..
Τι να βγάλει εξήντα χρονών γυναίκα από τα κεριά και λιβάνια που πουλούσε στην λαική αγορά..
Τόσα λεφτά κ άντρες από την ζωή της κ τώρα ήταν το καλαμπούρι κάποιου..
Μπήκε στο φαγάδικο.Παράγγειλε μια κρεατόσουπα και ρετσίνα..
Κανέίς δεν της έδωσε σημασία από τους θαμώνες.
Ένα κουτάβι εμφανιστηκε στα πρησμένα πόδια της,την ώρα που πήγε να φάει την πρωτη κουταλιά..
Την κοιτούσε παρακαλεστά..
Πήρε μια φέτα ψωμί την βούτηκε στην σούπα κ έβαλε το πιατο στα πόδια της..
Το ζωντανό το έφαγε με βουλιμία.Εκέίνη ήπιε την φτηνή ρετσίνα,κάπνισε ένα τσιγάρο,πλήρωσε και έκανε να φύγει..
Το κουτάβι την ακολουθουσε βουβά..
Η πόλη ήταν έρημη..
Το κοίταξε..
Τακ τουκ ..τακ. έκανε η καρδιάς της..
"Αν έρθεις μέχρι την πόρτα μου βρε μικρέ,που με κοιτάς έτσι,θα σε κρατήσω κ να δω πως θα σε ταίζω.."
Γαβ..γαβ..έκανε το κουτάβι κ κούνησε την ουρά..
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου