Ο ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ #2#
Τίναξε την άμμο από το λεπτά της δάχτυλα.
Ο ήλιος της έκαιγε την πλάτη κ ένιωσε την σάρκα της να πονά.
Δεν έκανε καμιά κίνηση να προστατεύσει το λευκό της δέρμα από την υπεριώδη ακτινοβολία .
Ανασηκώθηκε για λίγο κΑΙ κοίταξε το απέραντο βάθος στον ορίζοντα της.
Οι περισσότεροι παραθεριστές είχαν ήδη φύγει από την ερημική παραλία,μόνο ένα ζευγάρι αλλοδαπών ,μάλλον κάτοικοι βόρειων χωρών,σχεδόν ακίνητο λιαζόταν με το πρόσωπο στραμμένο κάθετα στον ήλιο,σαν να ρουφά με δίψα κάτι που η ζωή του στέρησε χωρίς ποτέ να του δώσει την ευκαιρία να ζήσει.
Λίγο πιο κάτω ένα ζευγάρι,δεν θα ήταν πάνω από είκοσι ετών,αγκαλιά ,χόρταιναν την παραδοξότητα να νιώθεις την θέρμη του ουρανού λίγη μπροστά σε αυτό που έβραζε σε ΄΄ολα τα μέλη σου.
Αν δεν ήταν εκεί κΑΙ μια οικογένεια που είχε στήσει μια υπαίθρια κατασκήνωση με το τροχόσπιτο τους, με τα μικρά τους να τιτιβίζουν σαν νεοσσοί ,τίποτε δεν θα μπορούσε να διακόψει αυτήν την απόκοσμη ηρεμία σε τούτη την αμμουδερή άκρη του κόσμου..
Σηκώθηκε κ τεντώθηκε νωχελικά.Το κολιέ της καμωμένο από κοχύλια,κουνήθηκε στην φορά του ανέμου,τόσο που έκανε το νεαρό ζευγάρι να γυρίσει προς το μέρος της..
Σήκωσε τα μαλλιά της ψηλά,έτσι ώστε να αφήσει τις καυτές ακτίνες να χυθούν σε κάθε σπιθαμή του κορμιού της και βούτηξε στην θάλασσα.
Το παγωμένο νερό,την επανέφερε στην πραγματικότητα της και "έκλεψε" για μια στιγμή τα χάδια που άπλωνε πάνω της ο ήλιος.
Κολύμπησε για αρκετή ώρα,τόση, ώστε όταν βγήκε πάλι στην αμμουδιά η ανάσα της έβγαινε με δυσκολία.
Άφησε την ματιά της να χαθεί στο απέραντο θέαμα που θωρούσε..
Μια μέρα της είχε μείνει μόνο
Είκοσι τέσσερις ώρες!
Τόσες όσες κάνει η γη για να κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον άξονα της.
Τόσες ώρες χρειάζονται για να γεννηθεί κάποιος,να πεθάνει κάποιος,να γυρίσει απο την ξενιτιά κάποιος ,να κάνει πρώτη φορά έρωτα,να πάρει το πτυχίο του,να περάσει τον Ατλαντικό εν πλω,να μάθει να μιλά,να ζωγραφίσει σε μια χαρτοπετσέτα πάνω,να δει το ηλιοβασίλεμα και την πανσέληνο,να ερωτευτεί για πάντα,να μάθει να διαβάζει,να γίνει πρωταθλητής,να αρρωσταίνει βαριά,να κοιμάται ,να μεθά,να τραγουδά κ να κάνει μαλακίες
.Μια μέρα ζωής,μια μέρα ελευθερίας,μια μέρα αλήθειας,μια μέρα δικής της.
Με όλη την υπόσταση της..
Γύρισε ξανά και κοίταξε εκείνη την σκιά που φωτογράφιζε το φως.
Ντυμένος στα λευκά σαν νομάς της ερήμου, κοιμόταν ώρα τώρα, κάτω από την σκιά μιας συστάδας δέντρων..
Τον πλησίασε με προσοχή μην τυχόν και τον διακόψει από την μεσημβρινή του σιέστα ,τον κοίταξε...
Εκείνος σαν να το κατάλαβε άνοιξε τα μάτια του και χωρίς να της πει λέξη,της χαμογέλασε πλατιά,σηκώθηκε και με μια κίνηση σαν να ήταν ότι πιο ακριβό ακούμπησε ποτέ, πέρασε το χέρι του πίσω από τα βρεμένα μαλλιά της, και άπλωσε αντηλιακό στους ξεφλουδισμένους της ώμους.
Σκέφτηκε να του πει,να την αφήσει να καεί,να την αφήσει να νιώσει κάθε τι σήμερα χωρίς καμιά προφύλαξη,χωρίς καμιά πρόβλεψη,χωρίς περιττή προσπάθεια,χωρίς λόγο,χωρίς αιτία,χωρίς κανέναν φόβο.....
Αλλά δεν του το είπε....
Μόνο, άφησε το δέρμα της να νιώσει κάθε λεπτή και απειροελάχιστη κίνηση των χεριών του,που ζεμάταγαν το αίμα της...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου