ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΙ ΝΙΚΟΛΑ
"Σε όλα τα σπίτια πιστεύουν στον Χριστό,στην Παναγιά και στους Αποστόλους,στο δικό μας σπίτι ένα εικόνισμα προσκυνάμε...
Του Αί Νικόλα(μεγάλη η χάρη Του)..."
Η Μυρσίνη ήταν η τελευταία κόρη του καπετάν Γαβρίλη.
Και η πιο χαιδεμένη του.
Πέντε κόρες,γεμάτο το σπίτι με κορδέλες,κορσέδες,λουστρίνια,γούνινα καπέλινα,πούδρες κ μοσχοσάπουνα από την Περσία που τα κουβαλούσε εκείνος.Για τις θυγατέρες του και την καπετάνισσα..
Και την μάνα του...
Και πολυλογία.Και κρυφά γελάκια και αρωματισμένα απόκρυφα μέρη..
Γιο ήθελε να έχει,να το πει το κρίμα του,αλλά δεν θα άλλαζε με τίποτα τούτα τα μικρά θαυματουργά πλάσματα.Μόνο όταν έλειπε,το είχε μεγάλη έννοια,εφτά γυναίκες σπίτι κ πρώτη από όλες η κυρά του να τα φέρνει βόλτα όλα και τα κορίτσια και τα οικονομικά και τις ευθύνες του σπιτιού.
Παλικάρι η καπετάνισσα..Στήριγμα και άνθρωπος του..
Και όμορφη..Σ αυτήν έμοιασαν τα κορίτσια του.Η μια ομορφότερη από την άλλη.Μόνο για την Μυρσίνη όλοι του έλεγαν πως μοιάζει σ εκείνον,μα αυτός δεν το έβλεπε..
Να ήταν τόσο όμορφος σαν τόύτο το θηλυκό του;;
Μπα στην μάνα του έμοιαζε η μικρή,σαμπώς κι αυτός στην μάνα του δεν έμοιαζε 'ομως;
Μπα στην μάνα του έμοιαζε η μικρή,σαμπώς κι αυτός στην μάνα του δεν έμοιαζε 'ομως;
Έκανε χρόνια από το ένα μπάρκο στο άλλο να επιστρέψει σπίτι..
Κάποτε έφτασε να λείψει σχεδόν τρία.Μετά την γέννηση της δεύτερης του κόρης,της πιο μικροκαμωμένης και φιλάσθενης.
Θαρρείς και το είχε κρίμα μέσα του,πως άφησε μάνα κ λεχούδι και κίνησε για τον κόσμο ρίχνοντας μαύρη πέτρα,κοιμήθηκε σε ξένες αγκαλιές,μέθυσε με εξωτικές καλλονές και πάλεψε με δαίμονες στην θάλασσα μα και στην στεριά,όπου έπιανε απάγκιο με τους ναύτες του..
Όταν γύρισε και είδε το μικροκαμωμένο χεράκι κ το ωχρό προσωπο του κοριτσιου του ορκίστηκε πως δεν θα ξαναέλειπε τόσο πολύ καιρό..
Ανοησίες..
.Δεν άντεχε μακριά από την μαβιά πανώρια θάλασσα,δεν μπορούσε να μην αγναντεύει τον ορίζοντα από το μικρό φινιστρίνι εκεί στην κουκέτα του, που η αλμύρα τον νανούριζε στην υγρή καμπίνα του,δεν ήθελε να μην κρατά το πηδάλιο ,να μην συντρέξει στην αβαρία,να μην σταθεί στο ακρόπρωρο και να ακούσει το τραγούδι από τα θαλασσοπούλια..
Τα παιδιά του δεν τα είδε να μεγαλώνουν,να αλλάζουν,να γίνονται γυναίκες..Να ανθίζουν τα στήθη σαν λεμονανθός στο κορμί τους,να καταλαβαίνει την γλώσσα και τα γέλια τους..
Πάντα ήταν με το ένα πόδι στο αρχοντικό του και το άλλο στην αλαρμη.
Το ένιωθε πως την απόσταση που τον χώριζε από την ζωή του στην στεριά και την ζωή του στην θάλασσα δεν θα τέμνονταν τίποτε..
Και τα χρόνια περνούσαν,γεμάτα ιδρώτα,ομίχλη,ανεμογαλουδα,ανεμολόγια,ξεραμένο καπνό που είχε ποτίσει τα ρουθούνια του,πεθαμένους συντρόφους στα ανοιχτά του ωκεανού,κουφάρια μαραμένα ,με αλκοόλ σκουρόχρωμο σαν τις ψυχές των ναυτικών που λαχταρούν την επιστροφή στην στεριά,μα ξέρουν πως άπαξ κ ξεράσουν την ψυχή τους στην θάλασσα η πυξίδα δείχνει πάντα προς το νόστο..
Κουράστηκε τόσα χρόνια να βολοδέρνει στα ξένα,να παλεύει με τις κατάρες του Ποσειδώνα,να κοιμάται με θερμά κορίτσια ,που τα μαγαρισμένα χέρια που τα άγγιξαν τους πάγωσαν τις ψυχές
Πόνεσε που γυρνούσε σπίτι και ένιωθε σαν ξένος...
Μόνο η μαυροφορεμένη μάνα του,του χαίδευε το κεφάλι και του μιλούσε τρυφερά και τότε εκείνος θυμόταν όταν ήταν παιδάκι κ έτρεχε κάτω από τα φουστάνια της και την ζάλιζε,για να φάει την μαρμελάδα που άχνιζε στην μπακιρένια κατσαρόλα,κι ας φώναζε εκείνη,πως θα καεί,εκείνος ήθελε να κάνει το δικό του ....
Και το έκανε...
Δεν ήταν σε κανέναν γάμο των θυγατέρων του..
Ούτε και στα βαφτίσια των εγγονών του...
Ούτε και στα βαφτίσια των εγγονών του...
Τις προίκισε και με το παραπάνω.Τους γαμπρούς τους διάλεξε η μάνα με την προξενήτρα..
Όλα και το "πρέπον" και όπως τα έμαθε από τους προγόνούς τους,όπως έκαμε παντρειά κι αυτός..΄
Τώρα αν ήταν ευτυχισμένα τα κορίτσια στον γάμο τους,δεν ήταν κάτι που ήταν σωστό να ρωτήσει ένας πατέρας και στο κάτω κάτω ποιος ήξερε τι είναι ευτυχία
Ψέματα λέει..
Η Μυρσίνη του ήξερε..
Τι πλάσμα κι αυτό,αν ήταν αγόρι,θα γινόταν ο καλύτερος Καπετάνιος που έβγαλε το νησί εδώ και διακόσια χρόνια..
Είχε την αντάρα μέσα του,τούτο το θηλυκό..
Την αντάρα,το ανεμοδούρι και τα ξόρκια της θάλασσας...
Την αντάρα,το ανεμοδούρι και τα ξόρκια της θάλασσας...
Γι αυτό και όλη μέρα τσακωνόταν με την μάνα της κ χωριό δεν έκαναν.Του λέγε η καπετάνισσα πως εκείνος φταίει που της κάνει όλα τα χατήρια,λες κι έχει ένα παιδί μόνο ..
Δεκαπέντε χρονών ήταν.Παιδί ήταν ήθελε να της πει..
Κι ο μόνος λόγος που τον χωρούσε η στεριά
Αλλά δεν της το είπε της γυναίκας του.Δεν ήθελε να την πικράνει..
Τα πρωινά η μικρή του,του έφτιαχνε τον καφέ του,βαρύ και πικρό,όπως συνήθιζε να τον πίνει και μετά κατηφόριζαν παρέα, στην ακροθαλασσιά,εκεί στο μικρό απάγκιο λιμανάκι που δέναν οι τρατόβαρκες..
Η ανάσα του 'εβγαινε πια με δυσκολία.Αλλά δεν το είχε πει σε κανέναν..
Το ένιωθε το πνευμόνι του ,μαράζωνε,μάζευε,μαύριζε...
Με πολύ κόπο ανέβαινε στα βράχια κι εκεί καθόταν ώρες ολάκερες με την μικρή του κόρη και της εξιστορούσε όλα όσα έζησε,είδε,πίστεψε,μίσησε κ απαρνήθηκε μες στην θαλασσιά χίμαιρα..
Και εκείνη τον άκουγε μαγεμένη κι όλο τον ρωτούσε,μυριάδες ερωτήσεις ξύπνιες,για γεωγραφία,ιστορία,βιράρισμα,μέχρι αν είδε ποτέ γοργόνα και θεριά της αβύσσου..
Που τα είχε όλα αυτά μέσα του,σκεφτόταν,καθώς τα έφερνε στο νου και της τα ξεφούρνιζε.....
Κ της έλεγε,της έλεγε,της έλεγε,τι δεν της έλεγε.
Όλα της τα έλεγε..
Τόσα χρόνια σιωπής ξεπήδησαν από μέσα του,σαν καταρράκτες ,σαν πίδακες από λέξεις και εικόνες....
Καλά λένε πως ο καθένας μας έχει το απαγκιο του...
Κι αν γι αυτόν τελικά το απάγκιο του ήταν η θάλασσα και ο καθένας μας δεν έχει ,τελικά,μια "θάλασσα" δική του να αρμενίζει ψιλαφώντας πότε θα βγει στην επιφάνεια;;
"Τι ναύτης,τι δάσκαλος,τι καντηλανάφτης "σκέφτηκε και χαμογέλασε μοναχός του...
ΚΑΝΤΗΛΑΦΤΗΣ.:::;;;
Ευτυχώς το θυμήθηκε...
Μεθαύριο ξημέρωνε του αι νικόλα!Να πάει να ανάψει ο ίδιος τα καντήλια για τον εσπερινό.
Βλέπεις μια φορά που κόντεψε να ναυαγήσει έξω από τις ακτές του Αμπιτζάν και σώθηκε ξημέρωνε του αι νικόλα...
Θαυμα!Ο Άγιος έβαλε το χέρι του και δεν βούλιαξαν τριάντα πέντε νοματαίοι κ ας βούλιαζε το φορτηγό στην δίνη των ανεμων κ το κατάπινε ολάκερο η τρικυμία..
Γλύτωσαν..
"Θαύμα!
του αγίου "
είπαν ναύτες,λοστρόμοι,μηχανικοί,μούτσοι κ ο καπετάν Γαβρίλης...
Γλύτωσαν..
"Θαύμα!
του αγίου "
είπαν ναύτες,λοστρόμοι,μηχανικοί,μούτσοι κ ο καπετάν Γαβρίλης...
Από τότε παρήγγειλε στην γυναίκα του,κάθε χρόνο παραμονές του αγίου,να ανεβαίνουν στο ξωκλήσι πάνω στον λόφο(τι βίτσιο κι αυτό,θαλασσινός άγιος να αρμενίζει στα κακοτράχαλα βράχια των βουνών..) και να ανάβουν όλα τα καντήλια με το καλύτερο λάδι που βγάζε η σπορά στο νησί...
Το επόμενο απόγευμα,λίγο πριν σουρουπώσει περίμενε στην αυλή με τις κόκκινες γαζίες και τα κλειστά νυχτολούλουδα,εκεί που θωρούσε την θάλασσα απ άκρη σ άκρη χωρίς να μπορεί να τον πάρει ο ύπνος μια και δεν τον νανούριζε πια το βόλισμα της πλεύσης,την μικρή του κόρη,για να πάνε να κάμουν το τάμα τους και φέτος,στο ξωκλήσι του αι νικόλα πάνω στον λόφο με τις κακοτράχαλες πέτρες..
Και εκεί που πήγε να σηκωθεί τον ένιωσε..
Ένας πόνο αψύς,σουβλερός,που του τσιρίμιασε το φυλλοκάρδι και τον "τρύπησε" ανάμεσα στο στέρνο...
"Αυτό ήταν καπετάν Γαβρίλο;έτσι σκληρά και ύπουλα σε βρίσκει το θανατικό στην στεριά,τι λεν που είναι πιο μαλακά όλα ;" ψιθύρισε..
Έκανε να πάρει ένα βήμα,μπας και τον ξεγελάσει,μα κρύος ιδρώτας τον έλουσε κι η αναπνοή βρήκε από τα σπλάχνα του με λυγμό..
Εκείνη την στιγμή την είδε!
Να έρχεται λες και σαν φως που σε τυφλώνει όταν βγαίνεις από μαύρο τούνελ,λες και σαν νεραίδα ή μάλλον σαν τις γοργόνες που τον ρωτούσε ,σαν την μάνα του νέα και πανώρια,σαν την Παναγία του φάνηκε..
"τι δουλειά έχει η παναγία παραμονές του αι Νικόλα" σκέφτηκε'
Και τότε μόνο κατάλαβε.
Η Μυρσίνη του μοιάζει σαν την Παναγία,γιατί ο άγιος δεν θέλει να πάει εκείνος να του ανάψει τα καντήλια...Θέλει την κόρη του την ακριβή να πάει...
Ο άγιος ξέρει..
Κι εκείνος ήξερε...
Την φίλησε με όλη του την αγάπη,όλη την αγάπη που είχε μέσα του,και που όλα αυτα τα χρόνια ειχε σκουριάσει σαν τα μάνταλα στο μηχανοστάσιο του αμπαριού,της είπε να παντρευτεί όποιον θέλει και μόνο από έρωτα(αλήθεια πως το ξεστόμισε αυτό σε τούτο το μικρό αλλά δυνατό πλασματάκι), και να μην ξεχάσει όσο ζει(αφού της υποσχέθηκε πως θα ζήσει μέχρι τα βαθιά γεράματά της) να ανάβει τα καντήλια στο ξωκλήσι του αι Νικόλα
Κ λίγο πριν εκείνη απομακρυνθεί για να κάνει το θέλημα που την πρόσταξε ο πατέρας της,πρόλαβε να τον ακούσει να της λέει,να μην ξεχάσει ποτέ πως είναι γεννημένη για καπετάνιος κι ας φορά φουστάνια...
Η μικρή έφυγε τρέχοντας προς την κατεύθυνση του λόφου,με την ανεμελιά,την χαρά,την περιέργεια και τα νιάτα να κυβερνούν την φουρτουνιασμένη της καρδιά..
Ο καπετάν Γαβρίλος σκούπισε απαλά ενα δάκρυ που κύλησε στο αριστερό ρυτιδιασμένο του μάγουλο, και με αργό και βαρύ βήμα κατευθύνθηκε προς την προβλήτα του μικρου μώλου που σκάτζαραν τα ψαροκάικα...
Το πως κατάφερε κι έφτασε ως την μικρή βάρκα,με τον πόνο να του ξεσκίζει το στήθος κ η ζωή να φεύγει λίγο λίγο από τους πνευμονές του,μόνο θαύμα θα το λέγανε οι γιατροί κ οι προφεσόροι...
Μπήκε στην βάρκα ,κάνοντας έναν μορφασμό ,πιάστηκε από το ξύλινο πηδάλιο,τύλιξε τον μάλλινο επενδύτη που δεν αποχωριζόταν πότε,γύρω από τα πλευρά του,(δεκέμβρης μήνας κρύο του θανάτου τι ειρωνεία ,)και γύρισε και κοίταξε πίσω του το σπίτι που τον γέννησε,γέννησε τον πατέρα του,γέννησε τα παιδιά του και είδε εγγόνια να τρέχουν στην αυλή του..
"λίγο υπομονή καπετάν Γαβρίλ,δεν ήταν δα και άσχημη η ζώη σου" ..μονολόγησε...
"Ο αι νικόλας θα το κάμει το θάμα του...δεν θα σ αφήσει να αποθάνεις στην στερία"
"Πρόσω ολοταχώς"είπε δύο δευτερόλεπτα πριν αποχαιρετίσει τον κόσμο ,ο καπετάνιος και αμολήσει το σχοινί για το τελευταίο μπάρκο του...
.Δικός σου είμαι θάλασσα.
Δικός σου ήμουν πάντα".........................
Και εκεί που πήγε να σηκωθεί τον ένιωσε..
Ένας πόνο αψύς,σουβλερός,που του τσιρίμιασε το φυλλοκάρδι και τον "τρύπησε" ανάμεσα στο στέρνο...
"Αυτό ήταν καπετάν Γαβρίλο;έτσι σκληρά και ύπουλα σε βρίσκει το θανατικό στην στεριά,τι λεν που είναι πιο μαλακά όλα ;" ψιθύρισε..
Έκανε να πάρει ένα βήμα,μπας και τον ξεγελάσει,μα κρύος ιδρώτας τον έλουσε κι η αναπνοή βρήκε από τα σπλάχνα του με λυγμό..
Εκείνη την στιγμή την είδε!
Να έρχεται λες και σαν φως που σε τυφλώνει όταν βγαίνεις από μαύρο τούνελ,λες και σαν νεραίδα ή μάλλον σαν τις γοργόνες που τον ρωτούσε ,σαν την μάνα του νέα και πανώρια,σαν την Παναγία του φάνηκε..
"τι δουλειά έχει η παναγία παραμονές του αι Νικόλα" σκέφτηκε'
Και τότε μόνο κατάλαβε.
Η Μυρσίνη του μοιάζει σαν την Παναγία,γιατί ο άγιος δεν θέλει να πάει εκείνος να του ανάψει τα καντήλια...Θέλει την κόρη του την ακριβή να πάει...
Ο άγιος ξέρει..
Κι εκείνος ήξερε...
Την φίλησε με όλη του την αγάπη,όλη την αγάπη που είχε μέσα του,και που όλα αυτα τα χρόνια ειχε σκουριάσει σαν τα μάνταλα στο μηχανοστάσιο του αμπαριού,της είπε να παντρευτεί όποιον θέλει και μόνο από έρωτα(αλήθεια πως το ξεστόμισε αυτό σε τούτο το μικρό αλλά δυνατό πλασματάκι), και να μην ξεχάσει όσο ζει(αφού της υποσχέθηκε πως θα ζήσει μέχρι τα βαθιά γεράματά της) να ανάβει τα καντήλια στο ξωκλήσι του αι Νικόλα
Κ λίγο πριν εκείνη απομακρυνθεί για να κάνει το θέλημα που την πρόσταξε ο πατέρας της,πρόλαβε να τον ακούσει να της λέει,να μην ξεχάσει ποτέ πως είναι γεννημένη για καπετάνιος κι ας φορά φουστάνια...
Η μικρή έφυγε τρέχοντας προς την κατεύθυνση του λόφου,με την ανεμελιά,την χαρά,την περιέργεια και τα νιάτα να κυβερνούν την φουρτουνιασμένη της καρδιά..
Ο καπετάν Γαβρίλος σκούπισε απαλά ενα δάκρυ που κύλησε στο αριστερό ρυτιδιασμένο του μάγουλο, και με αργό και βαρύ βήμα κατευθύνθηκε προς την προβλήτα του μικρου μώλου που σκάτζαραν τα ψαροκάικα...
Το πως κατάφερε κι έφτασε ως την μικρή βάρκα,με τον πόνο να του ξεσκίζει το στήθος κ η ζωή να φεύγει λίγο λίγο από τους πνευμονές του,μόνο θαύμα θα το λέγανε οι γιατροί κ οι προφεσόροι...
Μπήκε στην βάρκα ,κάνοντας έναν μορφασμό ,πιάστηκε από το ξύλινο πηδάλιο,τύλιξε τον μάλλινο επενδύτη που δεν αποχωριζόταν πότε,γύρω από τα πλευρά του,(δεκέμβρης μήνας κρύο του θανάτου τι ειρωνεία ,)και γύρισε και κοίταξε πίσω του το σπίτι που τον γέννησε,γέννησε τον πατέρα του,γέννησε τα παιδιά του και είδε εγγόνια να τρέχουν στην αυλή του..
"λίγο υπομονή καπετάν Γαβρίλ,δεν ήταν δα και άσχημη η ζώη σου" ..μονολόγησε...
"Ο αι νικόλας θα το κάμει το θάμα του...δεν θα σ αφήσει να αποθάνεις στην στερία"
"Πρόσω ολοταχώς"είπε δύο δευτερόλεπτα πριν αποχαιρετίσει τον κόσμο ,ο καπετάνιος και αμολήσει το σχοινί για το τελευταίο μπάρκο του...
.Δικός σου είμαι θάλασσα.
Δικός σου ήμουν πάντα".........................
.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου