ΤΑ ΓΙΑΣΕΜΙΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Πρέπει να μουν δεκαέξι πάνω κάτω όταν την γνώρισα....
Έμενε δύο δρόμους κάτω από το σπίτι μου.
Έμενε δύο δρόμους κάτω από το σπίτι μου.
.Πάντα εκεί έμενε νομίζω..
Μεγαλώνοντας όμως, την πρόσεξα.
Ήταν πάντα μόνη,ζούσε μόνη,έκανε βόλτες μόνη,έτρωγε μόνη,καθόταν στο παγκάκι στην πλατεία μόνη της.
Είχε ένα σκύλο όλη μέρα στην αγκαλιά ή ΄γυρω από τα πόδια της..
Τον είχε σαν παιδί της..Την άκουγες να του τραγουδά.Τον φώναξε Μικέλη.
Δεν είχε ρουτίνα η καθημερινότητα της,όπως οι δικές μας ή όπως τελικά νομίζουμε πως έχουν οι μικρές,βαρετές μας μέρες.
Είχε μια ιεροτελεστία η καθημερινότητα της..Την έλεγαν Βάσω,ήταν λογικά πάνω από εβδομήντα ,δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με κανέναν στην γειτονιά και ας ήταν μια τυπική ζεστή πειραιώτικη γειτονιά.
Έδινε τις καλημέρες κ τις καληνύχτες της απλόχερα όμως κ πάντα γελαστά.
Αρχικά μου έκανε εντύπωση το περπάτημά της.
Περπατούσε με την πλάτη ορθή παρόλα τα χρόνια που την βάραιναν ,φορούσε φούστες κλαρωτές,βελούδινα σακάκια και το κεφάλι της το είχε σχεδόν πάντα "στολισμένο" με καπέλα,επί το πλείστον,ψάθινα μες στο καταχείμωνο μεγάλα,πάντα κραγιόν,πάντα γάντια χειμώνα καλοκαίρι.
Αυτό με τα γάντια,ήταν κ όλη της η ιστορία.
Τα χέρια της....
αλλά αυτό θα το μάθαινα αργότερα...
Το σίγουρο 'ηταν πως στα νιάτα της ,θα ήταν μια πραγματική καλλονή της εποχής της,το μαρτυρούσαν τα χαρακτηριστικά της,σε ένα πρόσωπο λευκό,στρογγυλό,με γαλανό βλέμμα,μαύρα μαλλια μαλλιά κ γεμάτο με ρυτίδες που παράδοξα δεν την γερνούσαν
.Βασικά δεν ήταν γριά,αλλά ούτε νέα,ήταν σαν μια αντιήρωας από παραμύθι ,χωρίς να μπορείς να προβλέψεις την υπόθεση!
Την πρώτη φορά που μιλήσαμε αφορμή στάθηκαν τα Χριστούγεννα.
Στο σπίτι της μαζεύονταν όλα τα πιτσιρίκια παραμονές με τα κάλαντα.
Τους έδινε τα πιο πολλά λεφτά,γλυκά και μικρά δωράκια σε όσα προλάβαιναν.
'Ετσι η φήμη της γιαγιάς που ΄χάριζε απλόχερα ,σαν τον αγ.Βασίλη και μοιράζε κατοστάρικα και πεντακοσάρικα την έκαναν περιζήτητη στα παιδικά πηγαδάκια που έκαναν ουρά στην αυλή με τα γιασεμιά..
Ένα απόγευμα που περνούσα την άκουσα που παρηγορούσε μια μικρούλα.
Πλησίασα περισσότερο με περιέργεια και όχι τόσο από πραγματικό ενδιαφέρον και την άκουσα να της ζητά συγνώμη που της είχαν τελειωσει τα γλυκά και τα δώρα και της πρότεινε να περάσει ξανά αύριο,για να της δώσει το ωραιότερο δώρο που είχε...
Η μικρούλα έφυγε ικανοποιημένη και με αδημονία για την αυριανή και την στιγμή που έκανα να έκανα μεταβολή για να πάω σπίτι, την άκουσα να μου λέει....
-"ε,εσύ ομορφούλα τι λες θες να σε κεράσω ένα γλυκό του κουταλιού;
Ξαφνιασμένα της απάντησα πως όχι(ασφαλώς και στα δεκάξι βαριόμουν να κάνω παρέα σε μια γιαγιά που δεν ήξερα και τίποτε για κείνη κ αφετέρου δεν έτρωγα γλυκό του κουταλιού)
-'"Ελα καλή μου λίγο,θα δεις ειναι το πιο ωραίο γλυκό που έφαγες ποτέ,"μου ξανάπε,πριν της απαντήσω αρνητικά και δεν ξέρω αν τελικά από ντροπής μου ή από λιγούρα, μπήκα στην μικρή αυλή της....
.....
Έκατσα δυο ώρες...
Από εκείνη την μέρα κι έπειτα η επισκέψεις μου στο σπίτι της ήταν συχνές κ τα μικρασιάτικα γλυκά που μέλωναν στον ουρανίσκο μου συχνότερα
Με μάθαινε να βλέπω πέρα από αυτό που φαίνεται,να αγαπώ τις μυρωδιές κΑΙ να ταξιδεύω μέσα τους,να μην τρέχω πίσω από την ζωή,αλλά ούτε και να την παίρνω στα σοβαρά πολύ,μου έμαθε να αγαπώ τα μυστήρια και να πιστεύω μόνο με τα μάτια της καρδιάς μου.
Δεν είχα τίποτε να της μάθω.Αν και εκείνη πάντα μου λέγε το αντίθετο.
Κι έτσι με ιστορίες,ψιθύρους, και κουβέντες ξεδίπλωσε τη ζωή της,που έμοιαζε με κοινή,αλλά τελικά, όπως ποτέ κοινή, δεν είναι του καθενός μας...
Δεν θα πω πιο πολλά,γιατί δεν θα το ήθελε...
Θα πω μόνο πως είχε τα πιο απαλά χέρια που άγγιξα ποτέ....
Θα πω ,πως μύριζε πάντα γιασεμί η αυλή της και λεβάντα τα ρούχα της,θα πω πως αγαπούσε τα ρεμπέτικα(αυτό ίσως να την ξετρέλαινε σε με,γιατί είχα προλάβει να "συστηθώ" μαζί τους πριν την γνωρίσω).
Θα πω πως αγαπούσε τους αρσενικούς,αλλά δεν τους πίστευε,θα πω δεν αγαπούσε τα χέρια της γιατί "λερώθηκαν"(έτσι έλεγε εκείνη),θα πω πως ήταν τιμή μου που την γνώρισα και πως γελάσαμε πολύ παρέα,διαβάσαμε,ακούσαμε ραδιόφωνο,μα ποτέ δεν την ενοχλούσα κατά την περίοδο των τηλεοπτικών της αποδράσεων που θεωρούσε την υπέρτατη ανακάλυψη , εγώ εκεί στο φούντωμα των ορμονών μου κ εκείνη στην μοναξιά της...
Μια δεκαεξάχρόνη που ήθελε να γίνει χορεύτρια και μια χορεύτρια που ήθελε να γίνει δεκαεξάχρονη....
Μεγαλώνοντας όμως, την πρόσεξα.
Ήταν πάντα μόνη,ζούσε μόνη,έκανε βόλτες μόνη,έτρωγε μόνη,καθόταν στο παγκάκι στην πλατεία μόνη της.
Είχε ένα σκύλο όλη μέρα στην αγκαλιά ή ΄γυρω από τα πόδια της..
Τον είχε σαν παιδί της..Την άκουγες να του τραγουδά.Τον φώναξε Μικέλη.
Δεν είχε ρουτίνα η καθημερινότητα της,όπως οι δικές μας ή όπως τελικά νομίζουμε πως έχουν οι μικρές,βαρετές μας μέρες.
Είχε μια ιεροτελεστία η καθημερινότητα της..Την έλεγαν Βάσω,ήταν λογικά πάνω από εβδομήντα ,δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με κανέναν στην γειτονιά και ας ήταν μια τυπική ζεστή πειραιώτικη γειτονιά.
Έδινε τις καλημέρες κ τις καληνύχτες της απλόχερα όμως κ πάντα γελαστά.
Αρχικά μου έκανε εντύπωση το περπάτημά της.
Περπατούσε με την πλάτη ορθή παρόλα τα χρόνια που την βάραιναν ,φορούσε φούστες κλαρωτές,βελούδινα σακάκια και το κεφάλι της το είχε σχεδόν πάντα "στολισμένο" με καπέλα,επί το πλείστον,ψάθινα μες στο καταχείμωνο μεγάλα,πάντα κραγιόν,πάντα γάντια χειμώνα καλοκαίρι.
Αυτό με τα γάντια,ήταν κ όλη της η ιστορία.
Τα χέρια της....
αλλά αυτό θα το μάθαινα αργότερα...
Το σίγουρο 'ηταν πως στα νιάτα της ,θα ήταν μια πραγματική καλλονή της εποχής της,το μαρτυρούσαν τα χαρακτηριστικά της,σε ένα πρόσωπο λευκό,στρογγυλό,με γαλανό βλέμμα,μαύρα μαλλια μαλλιά κ γεμάτο με ρυτίδες που παράδοξα δεν την γερνούσαν
.Βασικά δεν ήταν γριά,αλλά ούτε νέα,ήταν σαν μια αντιήρωας από παραμύθι ,χωρίς να μπορείς να προβλέψεις την υπόθεση!
Την πρώτη φορά που μιλήσαμε αφορμή στάθηκαν τα Χριστούγεννα.
Στο σπίτι της μαζεύονταν όλα τα πιτσιρίκια παραμονές με τα κάλαντα.
Τους έδινε τα πιο πολλά λεφτά,γλυκά και μικρά δωράκια σε όσα προλάβαιναν.
'Ετσι η φήμη της γιαγιάς που ΄χάριζε απλόχερα ,σαν τον αγ.Βασίλη και μοιράζε κατοστάρικα και πεντακοσάρικα την έκαναν περιζήτητη στα παιδικά πηγαδάκια που έκαναν ουρά στην αυλή με τα γιασεμιά..
Ένα απόγευμα που περνούσα την άκουσα που παρηγορούσε μια μικρούλα.
Πλησίασα περισσότερο με περιέργεια και όχι τόσο από πραγματικό ενδιαφέρον και την άκουσα να της ζητά συγνώμη που της είχαν τελειωσει τα γλυκά και τα δώρα και της πρότεινε να περάσει ξανά αύριο,για να της δώσει το ωραιότερο δώρο που είχε...
Η μικρούλα έφυγε ικανοποιημένη και με αδημονία για την αυριανή και την στιγμή που έκανα να έκανα μεταβολή για να πάω σπίτι, την άκουσα να μου λέει....
-"ε,εσύ ομορφούλα τι λες θες να σε κεράσω ένα γλυκό του κουταλιού;
Ξαφνιασμένα της απάντησα πως όχι(ασφαλώς και στα δεκάξι βαριόμουν να κάνω παρέα σε μια γιαγιά που δεν ήξερα και τίποτε για κείνη κ αφετέρου δεν έτρωγα γλυκό του κουταλιού)
-'"Ελα καλή μου λίγο,θα δεις ειναι το πιο ωραίο γλυκό που έφαγες ποτέ,"μου ξανάπε,πριν της απαντήσω αρνητικά και δεν ξέρω αν τελικά από ντροπής μου ή από λιγούρα, μπήκα στην μικρή αυλή της....
.....
Έκατσα δυο ώρες...
Από εκείνη την μέρα κι έπειτα η επισκέψεις μου στο σπίτι της ήταν συχνές κ τα μικρασιάτικα γλυκά που μέλωναν στον ουρανίσκο μου συχνότερα
Με μάθαινε να βλέπω πέρα από αυτό που φαίνεται,να αγαπώ τις μυρωδιές κΑΙ να ταξιδεύω μέσα τους,να μην τρέχω πίσω από την ζωή,αλλά ούτε και να την παίρνω στα σοβαρά πολύ,μου έμαθε να αγαπώ τα μυστήρια και να πιστεύω μόνο με τα μάτια της καρδιάς μου.
Δεν είχα τίποτε να της μάθω.Αν και εκείνη πάντα μου λέγε το αντίθετο.
Κι έτσι με ιστορίες,ψιθύρους, και κουβέντες ξεδίπλωσε τη ζωή της,που έμοιαζε με κοινή,αλλά τελικά, όπως ποτέ κοινή, δεν είναι του καθενός μας...
Δεν θα πω πιο πολλά,γιατί δεν θα το ήθελε...
Θα πω μόνο πως είχε τα πιο απαλά χέρια που άγγιξα ποτέ....
Θα πω ,πως μύριζε πάντα γιασεμί η αυλή της και λεβάντα τα ρούχα της,θα πω πως αγαπούσε τα ρεμπέτικα(αυτό ίσως να την ξετρέλαινε σε με,γιατί είχα προλάβει να "συστηθώ" μαζί τους πριν την γνωρίσω).
Θα πω πως αγαπούσε τους αρσενικούς,αλλά δεν τους πίστευε,θα πω δεν αγαπούσε τα χέρια της γιατί "λερώθηκαν"(έτσι έλεγε εκείνη),θα πω πως ήταν τιμή μου που την γνώρισα και πως γελάσαμε πολύ παρέα,διαβάσαμε,ακούσαμε ραδιόφωνο,μα ποτέ δεν την ενοχλούσα κατά την περίοδο των τηλεοπτικών της αποδράσεων που θεωρούσε την υπέρτατη ανακάλυψη , εγώ εκεί στο φούντωμα των ορμονών μου κ εκείνη στην μοναξιά της...
Μια δεκαεξάχρόνη που ήθελε να γίνει χορεύτρια και μια χορεύτρια που ήθελε να γίνει δεκαεξάχρονη....
Πέθανε δύο χρόνια μετά,τρεις μέρες μετά την πρωτοχρονιά,αφού είχε προλάβει να κάνει ευτυχισμένα όλα τα παιδάκια της γειτονιάς για μια ακόμη χρονιά και αφού με είχε βάλει να της υποσχεθώ πως θα ζήσω όσο πιο ευτυχισμένη και άνθρωπος μπορώ....
Στην κ.Βάσω, που δεν ξέρω αν αγαπούσε τα Χριστούγεννα,αλλά ξέρω πως τα γέμιζε με γιασεμιά μες στον χειμώνα και έδινε αγάπη και είχε περίσσια ρε φίλε....
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου