Η ΛΕΜΟΝΟΠΙΤΑ
Της
έφερνε κάθε πρωί τον καφέ της .
Αχνιστός,σκέτος,διπλός!
Ένα
χρόνο τώρα σχεδόν,την ίδια ώρα κάθε πρωί,όλες τις μέρες τις βδομάδας εκτός από
τις Κυριακές!.
Το
καφέ μέσα στην Μαρσέ ντε Κλινιανκούρ,μικρό,ζεστό,στέκι
καλλιτεχνών κ διανοούμενων από το 1920,αριστερών φοιτητών κ εκκολαπτόμενων
αρτίστων,εργατών κ εστέτ κυριών,ήταν λες κ είχε σταματήσει τον χρόνο ή μάλλον
σαν να μην το αφορούσε ο χρόνος διόλου.Μπρούτζινες καπελιέρες,βιντάζ
επίπλωση,βελούδινα τραπεζομάντηλα,εκλεκτό μοσχοβολιστό καφέ όλων των ειδών κ
γούστων,χειροποίητα γλυκά μοναδικής γεύσης,κρουασάν τα καλύτερα,φρέσκα φρόύτα
,ποικιλίες,κρασιού από τους αμπελώνες του νότου,κρυστάλλινα ποτήρια που νόμιζες
πως σε σέρβιρε η ίδια η μαρία αντουανέτα κ λίγο πιο πέρα ένα ζευγάρι να
φιλιέται με πάθος έτσι που να σε κάνει να αναλογίζεσαι πως ο έρωτας είναι παιδί
ενός μποέμ τύπου κ μόνον!!κ πάντα εκείνη η υπέροχη μουσική γεμάτη σαξόφωνο κ
κοντραμπάσο λες κ ήταν μια άυλη πύλη που χώριζε τον έξω κόσμο από σένα…..
Το αγαπούσε αυτό το μέρος.Βασικά ένιωθε μια
ελευθερία σαν να ταίριαζε κάπου,χωρίς να χρειάζεται να προσπαθήσει για αυτό.
Τον
παρατηρούσε.
Ψηλός,όμορφος με έναν κατάδικο του τρόπο,με εκείνα τα θλιμμένα
γαλάζια μάτια του(θα ορκιζόταν πως δεν είχε ξαναδεί τέτοιο μπλε στην ζωή
της),ευγενικός,περιποιητικός,χαμογελούσε σπάνια κ ακόμη πιο σπάνια μιλούσε,πέρα
από τα τερτιμένα.Συχνά έπιανε τον εαυτό της να αναρωτιέται πόσο χρονών
ήταν.Σίγουρα πολύ μικρότερος της,αν κ είχε κάτι ατέρμονα άχρονο πάνω του…
Ηξερε
μόνο το μικρό του όνομα κ σίγουρα,όπως κ εκείνη δεν ήταν ντόπιος,το
αντιλαμβανόσουν αμέσως από την ξενική προφορά ,αλλά από κάποιο κομμάτι γης
τούτου του κόσμου…
Έπινε
μόνο καφέ κ καμιά φορά κονιάκ!εκείνος, τους τελευταίους μήνες της έφερνε
κέρασμα κάτι μικρά, σχεδόν petite γλυκίσματα,που
σπάνια έτρωγε,παρόλα αυτά του άφηνε πάντα διπλό tip
…
Εκείνο
το πρωί έβρεχε καταρρακτωδώς.Είχε να βρέξει χρόνια τόσο,λέγαν οι ντόπιοι. Κι όσοι
είχαν καταφέρει να ρθουν στο καφέ,εκεί στα σκιά της παρισινής αυταπάτης,στα
σίγουρα είχαν εγκλωβιστεί για κάμποση ώρα κ σίγουρα θα έμεναν εκεί,μέχρι να
σταματήσει το μπουρίνι.
Μπήκε
μέσα σχεδόν μούσκεμα ,με την εφημερίδα στα χέρια της σχεδόν ένα
πατσαβούρι,τίναξε τα μαλλιά της,κρέμασε το αδιάβροχο της ,κάθισε στην γωνία που
συνήθιζε κ άναψε τσιγάρο περιμένοντας τον καφέ της..
Την
παρατηρούσε.
Όμορφη,με έναν κατάδικο της τρόπο.Διαολεμένα γλυκιά με ένα πάθος
στα σκούρα της μάτια σαν να έβλεπε πρώτη
φορά οτιδήποτε.Τα μαλλιά της πάντα λυτά,κόκκινα του χαλκού,λευκή σαν μωρό,ευγενική,θλιμμένη
ίσως,διάβαζε πάντα κάτι ή έγραφε . Ούτε το όνομα της δεν ήξερε.πάντα μόνη
έρχονταν,μόνη έφευγε,τις κυριακές που δεν είχε ρεπό ,έπιανε τον εαυτό του να
του λείπει η παρουσία της.ήταν σίγουρα ξένη,σαν κ αυτόν,την πρόδιδε η ιδιαίτερη
προφορά της κ σίγουρα μεγαλύτερη του.
Της
πήγε τον καφέ της κ αυτή την φορά αποφάσισε να της πάει μια μεγάλων διαστάσεων
λεμονόπιτα με έξτρα σαντυγί.ίσως να φταίγε το νωπό από την βροχή ,κατακίτρινο
χοντρό πουλόβερ που φορούσε πάνω από το τζιν της παντελόνι.
-«δεν
θα την φάω μην την αφήσεις,μπορείς να μου φέρεις κ ένα κονιάκ,γιατί νομίζω πως
δεν μπορώ να ζεσταθώ σήμερα με τίποτα» του είπε χαμογελαστά
-«θα
σας φέρω,αλλά νομίζω πως δεν θα ήταν άσχημη ιδέα να φάτε κ το γλυκό,θα σας
ζεστάνει περισσότερο»της απάντησε
Εκείνη
χαμογέλασε πιο πλατιά κ τον αφού πήρε μια βαθιά ανάσα,τον ρώτησε γιατί της
φέρνει γλυκά κάθε τόσο
-«νομίζω
πως τα χρειάζεσαι» είπε εκείνος στον ενικό κ έφυγε βιαστικά για να πάρει αλλού
παραγγελία.
Ένιωσε
τόσο ζέστη μεμιάς κ στα σίγουρα θα κοκκίνισαν τα μάγουλα της,που έφαγε την
λεμονόπιτα με δύο μπουκιές.
Η
βροχή μετά από δύο ώρες πια είχε κοπάσει κ καθώς άνοιγε την πόρτα να φύγει(είχε
αργήσει ήδη πολύ στην δουλειά της,αλλά τουλάχιστον ο καιρός ήταν τρανταχτή
δικαιολογία)ένιωσε ένα χέρι να την αγγίζει.
-«το
Σάββατο το βράδυ,δηλαδή εγώ, παίζω σε μια μπάντα,κιθάρα κ τραγουδώ,λίγο πιο
κάτω από εδώ στο μικρό κόκκινο μπαρ του σεν ντενί,έλεγα αν θες με την παρέα σου
κ αν δεν έχεις τίποτε καλύτερο να κάνεις,ίσως να ερχόσουν.Με συγχωρείς για το
θάρρος.αν…»
Εκείνη
ταράχτηκε από το άγγιγμα κ απάντησε βιαστικά πως δεν ήταν και πολύ καλή ιδεά..
Κ
έφυγε..
Την
επόμενη δεν πήγε στο καφέ.Έπιασε τον εαυτό του να την περιμένει με
ανυπομονησία.Δεν ήξερε τίποτε για εκείνη κ ίσως ήταν λάθος του που της πρότεινε
να ρθει να τον δει να παίζει.Κι όμως ήθελε τόσο να τον δει,αυτή,να πάιζει..
Πέρασε
μια βδομάδα κ εκείνη πουθενά.Ούτε κ το Σάββατο εμφανίστηκε.Είχε πια απελπιστεί
κ δεν ήξερε καλά καλά γιατί ένιωθε έτσι,ώσπου το μεσημέρι της παρασκεύης που
σχόλασε,έτσι όπως ετοιμαζόταν να ανέβει στην μηχανή του,έξω από το καφέ,ακριβώς
πάνω στο πεζοδρόμιο,εκείνη του χαμογελούσε πλατιά
-«καλησπέρᨻ
του είπε….δεν μπόρεσα να ρθω το Σάββατο κ έλεγα μήπως θα θελες να πάμε να σε
κεράσω εγώ αυτή την φορά,
Μια
λεμονόπιτα λίγο πιο κάτω στην λεωφόρο σεν μαρτέν,αν δεν έχεις κάτι άλλο να
κάνεις,δηλαδή λογικά έχεις,.ισως είναι λάθος…αλλά..»
Φορούσε
ένα μάυρο στενό φορεματάκι,τα μαλλιά της ήταν ίσια αυτήν την φορά μα πάντα
ριγμένα στους ώμους της κ φορούσε ένα κατακόκκινο κραγιόν.Την κοίταξε.Του
φάνηκε πιο όμορφη από ποτέ..
Της χαμογέλασε γλυκά και της είπε πως αν δεν
φοβόταν να ανέβει στην μηχανή,θα ήταν μεγάλη του χαρά
Το
μαγαζί βούιζε από κόσμο κ βιασύνη.Διάλεξαν ένα γωνιακό στρογγυλό τραπεζάκι με
ένα πολύχρωμο κηροπήγιο πάνω κ δεξιά κ αριστερά γυάλινες καράφες!
Έμειναν
εκεί μέχρι που βράδιασε για τα καλά.Της είπε πως είχε σπουδάσει φιλολοφία κ πως
ήρθε στην γαλλία για να τελειοποιήσει τις σπουδές του στην κιθάρα.Της είπε πως
ήταν δύσκολο,γιατί δούλευε πολύ,αλλά το όνειρο του ήταν να γίνει μια μέρα
μεγάλος τραγουδιστής κ συνθέτης,ήταν από ένα χωριό της Ισπανίας ,το ομορφότερο μέρος του
κόσμου,όπως της είπε γελώντας κ πως αγαπά τα γλυκά πιο πολύ από τον καφέ.
Εκείνη
τον ρώτησε μόνο πόσο χρονών ήταν.
-«ειμαι
είκοσιέξι» της απάντησε..
-«εγώ
είμαι τριάντα εννέα» του είπε…"είμαι από την αργεντινή κ ήρθα στην γαλλία για να
σπουδάσω χορό,τα πήγαινα μια χαρά,αλλά ένα αυτοκίνητο έξω από το θέατρο που θα
έδινα την πρώτη μου παράσταση,με παρέσυρε κ έτσι διεκόπη για πάντα το
όνειρο.Στο νοσοκομείο γνώρισα τον άντρα μου,γιατρός είναι, έτσι έμεινα για
πάντα στο παρίσι,έκανα δύο κορίτσια κ δουλεύω σε ένα τυπογραφείο κ κάποια
απογεύματα σε ένα ανθοπωλείο.»
-«είσαι
ακόμη παντρεμένη,δηλαδή»της είπε μόνο εκείνος…
Εκείνη
απάντησε πως «ναι» κι έπειτα μίλησαν για άλλα.μουσική,παιδιά,όνειρα,αστεία κ
σοβαρά,λόγια που λεν όσοι θέλουν να διαβάσουν ή να χαρίσουν την ψυχή τους με
την ελπίδα πως θα την πάρουν πίσω πιο ωραία!
Εκείνη
συνέχισε να πηγαίνει κάθε πρωί στην ώρα της στο καφέ,πριν πάει στη δουλειά της
κ εκείνος πια της έφερνε κάθε μέρα κ από ένα διαφορετικό γλυκό.κ εκείνη το
έτρωγε όλο!
Έίχε
μπει πια η άνοιξη κ ο καιρός αν κ κρύος σε ξεσήκώνε για βόλτες στους δρόμους
της πόλης του φωτός.Συμφώνησαν να πάνε την Κυριακή στο παζάρι στον λόφο της
μονμάρτης εκεί με τις περίφημες γαλλικές μπρασσερί κ τις μπυραρίες αφού,όμως
πρώτα θα περνούσαν από το την υπαίθρια αγορά,το πιο φημισμένο κ μεγαλύτερο παζάρι στην πόλη, το παλαιότερο
ίσως ακόμη και στην πλανητική κλίμακα, περίπου από το 1880, το οποίο εκτείνεται
σε πολλά στρέμματα γης, με εκατομμύρια επισκέπτες κ εκατοντάδες καταστήματα,
βόρεια του 18ου διαμερίσματος.
Εκείνος ήθελε να ψάξουν για παλιούς
δίσκους,συλλεκτικούς.ήθελε τόσο να μοιραστεί μαζί της ότι αγαπούσε περισσότερο στην ζωή του,την μουσική του.Καθώς περπατούσαν
μες στην πολυκοσμία,την κοίταξε προσεχτικά την ώρα που κοίταξε κάτι κοκάλινα
βραχιόλια.
«‘όχι δεν είναι η πιο ωραία γυναίκα που είδα
ποτέ,έχει λεπτές μα τόσο γοητευτικές ρυτίδες,φακίδες,λίγες άσπρες τρίχες
,κουράζεται από το τσιγάρο κ μισεί την ροκ μουσική κατά βάθος»
"Κ όμως.".σκέφτηκε.
"Είμαι ερωτευμένος,είμαι τόσο ερωτεμένος με
αυτήν την γυναίκα.Την ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που την είδα,όταν μπήκε
στον μαγαζί.ήταν ότι πιο αυθεντικό είδα ποτέ μου"
.Κ ξαφνικά τον έπιασε
τρόμος.εκείνη σαν να κατάλαβε τις σκέψεις του,τον ρώτησε τι έχει κ συννέφιασε..
-«ξέρεις κάτι,νομίζω πως σε αγαπώ κ δεν σε έχω
φιλήσει ποτέ μου» κ χωρίς να προλάβει εκείνη να πει κάτι ή να επεξεργαστεί αυτό
που μόλις άκουσε,την άρπαξε με όλη του την δύναμη κ την φίλησε στην μέση του
πιο πολυσύχναστου μέρους σε ολόκληρο το παρίσι.
Την φίλησε σαν να μην υπάρχει
άυριο,σήμερα,χθες.
Τον φίλησε κ εκείνη.Με πιο πολύ πάθος,με πιο
πολύ ορμή κ λαχτάρα.Τον φίλησε εκεί στην μέση του κόσμου.Τον φίλησε,ξανά κ ξανά
και ξάνα.Τον φίλησε σαν να μην είχε αύριο,σήμερα κ χθες.
τον κοίταξε στα μάτια κ έφυγε.Απλά γύρισε την
πλάτη της κ έφυγε.
Εκείνος εμεινε εκεί να την κοιτά
αποσβολωμένος,αμήχανος κ ερωτοχτυπημένος.
Δεν την ξανάδε ποτέ....
Έφαγε τον κόσμο,την περίμενε κάθε μέρα στο
μαγαζί
Όταν παραιτήθηκε από το μαγαζί,την αναζητούσε
σε ανθοπωλεία κ στέκια που μύριζαν αχνιστες λεμονόπιτες.
Δεν ήξερε την διεύθυνση της δουλειά της,το
επίθετο της,σε ποιο διαμέρισμα βρισκόταν το σπίτι της…
Λες και μόνο εκείνος την είχε δε
ι.όποιον κ να
ρωτούσε δεν την θυμόταν καν.
Λες και ήταν απόρια της φαντασίας του.
Τριγύριζε τις νύχτες στις όχθες του Σηκουάνα με
την ελπίδα πως θα την βρει
Δεν την βρήκε…
Ένα χρόνο περίπου κ κάτι, μετά χωρίς να περιμένει τίποτα πια,πήγε στο
μαγαζί που τραγούδουσε να τον δει.
Την ώρα που σήκωσε το βλέμμα του μες στην κάπνα
κα την φασαρία του κόσμου που πηγαινοέρχονταν
..την είδε.
μικρή,τεράστια,δική του..
Θα αναγνώριζε τούτη την σκιά ακόμη κ μετά από
είκοσι χρόνια.
Εκείνη τον χώρεσε στο βλέμμα της, σαν να
καλπάζει με χρυσά σπιρούνια πάνω στην μικρή σκηνή που η κάπνα από τα τσιγάρα τον έκανε να
φαντάζει σαν οπτασία..
Είναι είκοσιέπτα χρονών,σκέφτηκε,κ τον αγαπώ
όσο τίποτα.κ τον ξέρω μια μέρα κ μια ζωή.Είμαι σαράντα κ τον ξέρω μια ζωή κ μια
μέρα…
Τον περίμενε να τελειώσει το πρόγραμμα του κ
μόλις κατέβηκε από την σκηνή,τον αγκάλιασε σαν μικρό παιδί.
Βγήκαν έξω στον δρόμο με τα δεκάδες κίτρινα
φώτα,κρύωνε αν κ μέσα άνοιξης,εκείνος πέρασε
το μαύρο πουλόβερ του στους ώμους
της,μύριζε κανέλα κ σοκολάτα(περίεργο,σκέφτηκε εκεινη,ποτέ δεν είχα προσέξει
πόσο γλυκά μυρίζει) κ προχώρησαν ώρα έτσι..
Δεν της είπε τίποτε.Δεν του είπε κάτι.Την
κρατούσε αγκαλιά.Τον κρατούσε κ αυτή
Έφτασαν σπίτι του
«εδώ » της είπε
Το πρωί την ξύπνησε η μυρωδιά από φρέσκο ζυμάρι
και λεμόνια….!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου