ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ








Πανδώρα το όνομα της

.
Της το έδωσε ο νονός της.Μήτε κ τον ξανάδε ποτέ.Πέρασε ένα φεγγάρι διοικητής στα άγονα κατσάβραχα που γεννήθηκε,ήταν το πιο ωράίο μωρό που είχε δει ποτέ του,έιχε πει στον πατέρα της,άκληρος κ σκληρός άνθρωπος ,της έδωσε το όνομα της μανας του.

Άκου όνομα θα μου πεις.
Λες κι ήταν καταραμένο σαν την μοίρα του κόσμου από τα αρχάία χρόνια ως τα σήμερα.
Στο χωριό όλες τα κορίτσια τα λέγαν μαριγώ,λενιώ,κατερίνα ή μαρθα.

Στο σχολέίο λίγες τάξεις που πρόλαβε να πάέι,πριν την στείλει ο πατέρας της στα χωράφια,ο δάσκαλος όταν άκουγε το όνομα της τους έλεγε την ιστορία της γυνάίκας που σ ένα κουτί μια σταλιά χώρεσε όλο τον πόνο του κόσμου.

Παράξενο σκεφτόταν εκείνη,ένα δα κουτάκι πως χωρούσε τόση απέραντη δυστυχία;
Στο σχολείο δεν τα πήγαινε καλά.Δεν τα αγαπούσε τα γράμματα.Μόνο τραγουδούσε όλη μερά.Μοιρολόγια κ τραγουδια του βουνού κ της θάλασσας.
Έπλενε,καθάριζε,όργωνε,μαγειρευε όλο με ένα τραγούδι στα χέίλη.
Έχασε τον πατέρα της έναν χειμώνα ,τον βρήκε εξω από τον πόρτα του σπιτιού τους ένα χάραμα όπως βγήκε να ποτίσει τα ζώα.
"Από το κρασί "είπαν οι χωριανοί
"Μπα "έίπαν κάποιοι άλλοι" με τέτοιο όνομα που δωκε στην κόρη του μόνο συμφορές θα χάνε σπίτι"
Έκλαψε πολύ.Μα να φτάίει το όνομα με την κατάρα της αρχάίας που πέθανε ο πατερας της;

Λίγο καιρό μετά τον ακολούθησε η μάνα της.Δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι εκείνο το πρωί.
"Καταραμένο θηλυκο" είπαν στο χωριό."και αυτά τα πράσινα μάτια της με τα κατάμαυρα μαλλιά σαν μάγισσα έίναι".
Η μάνα πέθανε από το κρύο,δεν άντεξε η αδύναμη καρδιά της,ψέλλισε η Πανδώρα αλλά μετά από μια βδομάδα μάζεψε τα λιγοστά της πράγματα κι έφυγε για πάντα από τα βράχια που φιλούσαν τα κόκαλα των γονιών της..
Έίχε πράσινα μάτια κι αυτός.Μόνο που δεν ήταν λευκός σαν κι αυτή.Ήταν σχεδόν μάυρος με μακρυά ξανθά μαλλιά.


Τον ακολούθησε.Η φυλή του την πέρασε για δική τους έτσι έρημη που έδειχνε  και την καλοδέχτηκαν..

Τον έλεγαν Σωκρατη κι όταν της  έίπε το όνομα του, θυμήθηκε τον πατέρα ,που μικρούλα της έλεγε για τον Σωκράτη τον αρχαίο που έλυνε τα μάγια του κόσμου.

Μάγος ο Σωκράτης.Την μάγεψε , την Πανδώρα..

Κ τον ξανθό τσιγγάνο τον μάγεψε το τραγούδι της Πανδώρας.Καθόταν τα γόνατα της πεσμένος στο χορτάρι που του μούσκευε την πλάτη κ πάγωνε αλλά δεν τον ένοιαζε.
Μόνο της έλεγε να τραγουδά κι άλλο κι άλλο...
Ο τσιγγάνος πέθανε ένα πρωί πάνω στο άλογο του καλπάζοντας προς τον ήλιο.
Έκλαψε πολύ.Πιο πολύ κι από όταν έχασε την μάνα κ τον πατέρα της..
Λες να φτάίγε το "καταραμένο" όνομα  της κ η αρχαία μοίρα του;;
Τον άντρα της τον γνώρισε στο εργοστάσιο.
Ήταν επιστάτης.Καλός άνθρωπος.Μιχαλή τον έλεγαν.
Λίγο χοντρούλης κ αρκετά μεγαλύτερος της με μια ελιά στην μύτη που στην αρχή της προκαλούσε γέλια κ λίγη αηδία,αλλά.όταν της έίπε πως έίχε τόσο σπάνιο κι όμορφο όνομα ,κάτι γλύκανε μέσα της μεμιάς..

Παντρεύτηκαν λίγους μήνες αργότερα.

.Τρία αγόρια έκαναν.

Στην μεγάλη πολιτέία το όνομα της ξεθώριασε όπως κ το τραγούδι της.

Απόψε παραμονή χριστουγέννων έτριψε τα ροζιασμένα της δάχτυκα κ σκέφτηκε πως δεν πέρασε κι άσχημη ζωή.Δύσκολη,σκληρή ναι.Αλλά όχι άσχημη.Καμιά φορά της ερχόταν κανά στιχάκι στην καρδιά κι ήθελε να το ξεφωνίσει μα πάντα φοβόταν μην ξυπνήσει το κουτί με την καταρά.Κ σταματούσε τις νότες ακριβώς πάνω στον λυγμό του οισοφάγου της..

"Γιαγιά,γιαγιά,γιατί δεν άναψες τα φωτάκια του δέντρου;Τσάμπα με έβαλες κ το στόλισα βρε ;"
Η εγγονή της η Πανδώρα μπήκε φουριόζα στο μικρό της διαμέρισμα.
Τρια αγόρια.Οκτώ εγγόνια.Μόνο μια εγγονή.Επέμενε να μην παρει το κοριτσι το όνομα.Τον παρακάλεσε τον γιο της.

"Ρε μάνα τρελάθηκες.Σπάνιο όνομα θα κάνει καριέρα το κορίτσι μου" της είχε πει εκείνος γελώντας.
Πόσο όμορφη ήταν.Κ τι φωνή αηδονιού που είχε.Σπουδαζε δασκάλα αλλά στην γιαγιά της το είχε πει κρυφά, θα γίνόταν μεγάλη κ τρανή τραγουδίστρια.
"Μα από που πήρε τέτοια φωνή καμπάνα;"της λέγαν όλοι.
Η γιαγιά ήξερε μα δεν τολμουσε να μιλήσει.
Για τα μάτια τα μεγάλα τα πράσινα όλοι έλεγαν πως τα πήρε σίγουρα από την γιαγιά..

"Τα άναψα .θες κάτι να φας;"της έίπε πριν βγει"Θα ρθούμε άύριο με τους υπόλοιπους οκ;Κοιμήσου τωρα"της είπε κι έσκυψε κ την φίλησε.

Κι εκεί μέσα στις μικρές λάμψεις που τρεμόπαιζαν από το στολισμένο δέντρο κοίταξε την εγγονή της κ της φάνηκε πως τα πράσινα μάτια της δεν έμοιαζαν με τα δικά της αλλά με του τσιγγάνου της...
σταυροκοπήθηκε τρομαγμένη κ μες στο σκοτάδι άκουσε κάποιον να τραγουδά με πόθο το όνομα της..
Έκλεισε τα μάτια πριν ανάσανει για τελευταια φορά την αντοχη του θνητού ντουνιά που τα κρατά όλα σε κουτάκια κ τα καλά που τα τσιγκουνεύεται κ τα κακά που τα δίνει αβέρτα ,για να ανέβει στο άλογο κ να τρέξει να τον βρει στην απέναντι όχθη.

Παραμονές μιας γιορτίνης μέρας ,που όλοι έύχονται να ξορκιστούν οι συμφορές του κόσμου...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις