ΚΑΙ ΕΣΥ ΕΛΕΝΗ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΕΛΕΝΗ...
Μεγάλωσα σ εναν κόσμο γεμάτο υπέροχες γυναίκες...
Στο κόσμο που μεγάλωσα κατοικούσαν γυναίκες, μπαινόβγαιναν γυναίκες,άραζαν γυναίκες,δούλευαν γυναίκες,κάπνιζαν γυναίκες ,σπούδαζαν γυναίκες,έραβαν γυναίκες,έκλαιγαν γυναίκες,μαγείρευαν γυναίκες, ,γεννούσαν γυναίκες,χόρευαν γυναίκες,έκαναν έρωτα γυναίκες,περπατούσαν γυναίκες,μάτωναν γυναίκες,έψελναν εκκλησιαστικούς ύμνους και αμανέδες και τα απογεύματα πίνοντας βαρύ τούρκικο χαρμάνι γελούσαν και μετρούσαν τα σημάδια στο κορμί κ την ψυχή τους...
Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι από εκείνες ήταν τα μακρυά νύχια τους.
Με εκείνο το γυαλιστερό ακρυλικό μεταλλιζέ λευκό χρώμα, που στις μέρες μας δεν τα βάφει καμιά πια και τα δάχτυλα τους, φορτωμένα με δαχτυλίδια ,όλα χρυσά κ βέρες που δεν τις είδα να βγάζουν ποτέ ,σφηνωμένες στον παράμεσο σαν χαλκάς μαντεμένιος...
Με εκείνο το γυαλιστερό ακρυλικό μεταλλιζέ λευκό χρώμα, που στις μέρες μας δεν τα βάφει καμιά πια και τα δάχτυλα τους, φορτωμένα με δαχτυλίδια ,όλα χρυσά κ βέρες που δεν τις είδα να βγάζουν ποτέ ,σφηνωμένες στον παράμεσο σαν χαλκάς μαντεμένιος...
.Έπειτα τα μαλλιά τους....με τα χρώματα του ουράνιου τόξου..
Πλούσια,μεταξωτά,κοντά,μακρυά,πιασμένα σε κότσους περίτεχνους ,πλεξίδες ή κοτσίδες κοριτσίστικες ,τα μαλλιά των γυναικών έμοιαζαν, σαν σκέπες σε κακοκαιρία που περίμενες να τα τινάζουν σαν να σε φιγούρα χορού από ερωτικό σπασμό ,για να κρυφτείς και να γλυτώσεις από την μπόρα κ την κατήφεια του κόσμου.
Φορούσαν σχεδόν πάντα φορέματα ή ντε πιες ή ρόμπες εμπριμέ,κάλτσες νάυλον μέχρι τον μηρό,σφιχτούς στηθόδεσμους με λευκή δαντέλα ή μάυρη(άλλο χρώμα δεν ήξεραν) ,τσόκαρα ,γοβάκια λουστρίνια και μπότες μέχρι το γόνατο.
Είχαν όλες από μια γούνα που μύριζε ναφθαλίνη στην ντουλάπα τους,μια δερμάτινη τσάντα καμωμένη από δέρμα φιδιού και το άρωμα τους το αγόραζαν χύμα από το μοναδικό αρωματοπωλείο της γειτονιάς τους...
Τα πρωινά ετοίμαζαν το κολατσιό των παιδιών για το σχολείο με τα μάτια σχεδόν κλειστά από την νύστα και την κούραση..
.Φιλούσαν τα καμάρια τους,τα σταύρωναν και τα συνόδευαν ως την αυλή του σχολείου.
.Φιλούσαν τα καμάρια τους,τα σταύρωναν και τα συνόδευαν ως την αυλή του σχολείου.
Έπειτα, επέστρεφαν σπίτι και έβαζαν το νερό να βράζει για να ετοιμάσουν το μενού της ημέρας.
Έψηναν στα γρήγορα έναν καφέ και ξετρύπωναν το πακέτο με τα malboro από το συρτάρι με τα μαχαιροπίρουνα, ρουφούσαν τον καπνό και έφτυναν τους καημούς τους..
Τα μεσημέρια που άπλωναν μαζεμένες στην ταράτσα,έλεγαν η μια την άλλη τα νέα της ημέρας τους...
Για τον στομαχόπονο του άντρα ,γιατί δεν άσπρισε το λευκό πουκάμισο κι ας έβαλαν λουλάκι,για τον γιόκα που έκανε κοπάνα,για την τιμή του κιμά,για το αφεντικό που τους πιάνει το κώλο καμιά φορά αλλά τι να πεις,δουλειά να υπάρχει,για ασκήσεις στα μαθηματικά,τι καρύκευμα θα βάλουν στα σουτζουκάκια....
΄
Τα Σάββατα συνόδευαν τους συζύγους τους, στα μπουζούκια της παραλιακής αγκαζέ ,φορούσαν ταγιέρ ,κόκκινο κραγιόν και χρυσές καδένες ...
Τις Κυριακές όμως τα απογέυματα,όταν είχαν τελείώσει με το σίδερο,την καθαριότητα,το μαγείρεμα της βδομάδας,είχαν τακτοποιήσει τα "θέλω" των παιδιών τους,όλες τις αγγαρείες και τα υποχρωτικά του κόσμου που τις όριζε,
μαζεύοταν σ ένα ξέφωτο στην καρδιά ενός άβατου δάσους ,έβγαζαν τα σουτιέν τους που τους έσφιγγαν την αναπνοή,κάπνιζαν φανερά βαριά χαρμάνια,,έπιναν,τραγουδούσαν απαγορευμένες λέξεις,άφησαν τα μαλλιά τους ξέμπλεκα στην φορά του ανέμου,περιέγραφαν σόκιν ερωτικά ανταμώματα χωρίς διόλου αιδώ,,πατούσαν σταφύλια,έπλεκαν στεφάνια και τα φορούσαν στο κεφάλι,έβαφαν κατακόκκινα τα χείλη και τα νύχια τους,και ξάπλωναν στο υγρό γρασίδι και πάγωνε η πλάτη τους,αλλά δεν τις ένοιαζε,γιατί τις ζέσταινε ο ζεστός άνεμος της ανατολής.....
Ονειρευόταν πως ζούσαν σε εναν κόσμο που κανείς δεν ήταν ίδιος,αλλά όλες είχαν το δικαιώμα να επιλέγουν την ζωή τους σαν ίσος προς ίσο,πως δεν ήταν "κυράδες" κανενός ,αλλά κυρίες του εαυτού τους,πως έκαναν έρωτα σαν γάτες τον Γενάρη ,και πως όριζαν κάθε σπιθαμή του κορμιού κ του εγκεφάλου τους...
Ονειρευόταν πως ήταν πάντα μαζί,ενωμένες,ζωντανές,χαρούμενες,αγωνίστριες,θεότρελες, και με γεμάτη την αγκαλιά τους,παιδιά,μυρωδιές,ζαχαρωτά,κοχύλια,διαβατήρια,μετάλλια,νέκταρ
και έρωτα...
Όλες για μια και μια για όλες...
Ονειρευόταν πως ήταν πάντα μαζί,ενωμένες,ζωντανές,χαρούμενες,αγωνίστριες,θεότρελες, και με γεμάτη την αγκαλιά τους,παιδιά,μυρωδιές,ζαχαρωτά,κοχύλια,διαβατήρια,μετάλλια,νέκταρ
και έρωτα...
Όλες για μια και μια για όλες...
Συχνά όμως και εκεί στο καταφύγιο των ψυχών και των ονείρων τους,την ώρα που έστηναν τον ξέφρενο χορό τους,που ενώνονταν με τον Βοριά και τον έφερναν στα μέτρα τους,ακόμη κι εκεί λοιπόν,συχνά καταλάβαιναν πως κάποια και πάλι δεν κατάφερε να ρθει να σύρει το συρτό τους...
αυτή την Κυριακή, η Ελένη δεν ήταν στο προσκλητήριο του ανέμου............
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου