ο άντρας με το άσπρο πουκάμισο #3#
Την κοίταξε καθώς περπατούσε στις μύτες των ποδιών της ,μες στο μισοσκόταδο..
Η φιγούρα της,μπροστά από παράθυρο με τις γρίλιες τον ταξίδεψε σε μιαν άλλη εποχή,τότε που ήταν νέος και τα γυναικεία κορμιά που τον συντρόφευαν στο κρεβάτι του,ήταν μόνο σκιερές θύμησες..Μόνο είδωλα σε καθρέφτη..
Δεν είχαν ψυχή,γαμώτο
Την ψυχή της....
"Πρέπει να φύγεις" της έίπε.."η ώρα πέρασε.Θα αρχίσει να βρέχει πάλι"
Εκείνη δεν μίλησε.
Μόνο σήκωσε το κρασοπότηρο και ήπιε το περιεχόμενο του μονορούφι.
Το φτηνό κρασί έκαψε τον οισοφάγο της, παρόλα αυτά, της ζέστανε τα σωθικά.
"Δεν θέλω να φύγω" του είπε..
Εκείνος την κοίταξε χωρίς να της πει κάτι.
Την κοίταξε βαθιά στα ματια.Να μπει μέσα της πιο αληθινά
Να την χορτάσει ..
.Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε προς το παράθυρο.
.Τράβηξε την κουρτίνα.
Κοίταξε έξω.
Έξω ήταν η ζωή.
Στο πεζοδρόμιο.
Στο δρόμο.
Στα καφέ..
.Στα απέναντι φωτισμένα διαμερίσματα της παλιάς πολυκατοικίας.
Στις φωτεινές νεον επιγραφές.Στα παγκάκια.
Στις στολισμένες βιτρίνες με τις άψυχες κούκλες ντυμένες με φασόν τελευτάίας κοπής.Στα βιαστικά βηματα των περαστικών.
Σην στάση του λεωφορείου.Στις λασπωμένες πινακίδες του ΚΟΚ.
Μέσα εδώ,όμως, ήταν η δική του ζωή.
"Κλεμμένη" θα λέγε η μάνα του.
Τι να την κάνεις την κλεμμένη ζωή,δεν την κέρδισες,δεν είναι δική σου.
Κι όμως ποτέ του δεν είχε κλέψει.Τίποτα και κανέναν .
Κανέναν και τίποτα...
Κ μετά ήρθε εκείνη...
.Εκείνη δεν φοβόταν να "κλέψει".
Δεν πίστευε πως μας ανήκε κάτι,εκτός από οτι ποθέί η καρδιά μας.
Εκτός από εκείνα για τα οποία έχουμε αγωνιστεί με όλη μας την καρδιά...
Εκέίνος δεν τα είχε καλά με την καρδιά του.
Δεν την αναγνώριζε.
Μόνο την άκουγε.
Όταν του έδινε σήμα για να πάρει αναπνοές..
Όταν την φίλησε πρώτη φορά ,φίλησε και την καρδιά του.
Πρώτη φορά.Και γνωρίστηκε μαζί της.
Μέτρησε τις πληγές,τις αλήθειες της,τον πόνο και την αγωνία της.
Και την είδε να μαλακώνει,να κοκκινίζει,να χάνει τον ρυθμό της και να τον ξαναβρίσκει,όταν ήταν εκείνη μαζί του..
"Πρέπει να φύγει.Δεν έίναι ασφαλές να κάτσει.Διάόλε δεν πρέπει να κάτσει"
.μονολόγησε...
"Μην φύγεις απόψε"της έίπε απαλά και τράβηξε την σκονισμένη κουρτίνα ..
..Κατέβασε με.δύναμη το παντζούρι που σκάλωσε σε μια εγκοπή και κατευθύνθηκε προς το μέρος της..
Εκείνη του χαμογέλασε και με όλη την αγάπη και το πάθος που του είχε,έτρεξε κι χώθηκε στην αγκαλιά του
Την φίλησε σαν να μην υπήρχε αυριο.
Χάθηκε στο φιλί σαν,να να ήταν η πρώτη φορά που έσμιξε τα χείλη του με γυναίκα..
Σαν να ήταν η πρώτη φορά που κάποιος του πήρε όλους του καημούς και τις πίκρες του..
Σαν κάποιος να του άνοιξε μια πόρτα στον κόσμο,που ποτέ δεν ήξερε πως μπορεί να διαβεί..
Δέκα δευτερόλεπτα μετά ένας πόνος οξύς σαν να του ξερίζωναν με χέρια γυμνά την πλάτη από το στήθος τον σώριασε κάτω..
Εκείνη έβγαλε μια απόκοσμη στιργκλιά..
Εκείνη....
"Η καρδιά μου είναι δική σου.Πάντα την είχες μαζί σου.
Πριν γεννηθώ.Πριν καν σχηματιστεί η δική σου καρδιά.
Και πάντα δική σου θα είναι".."προλαβε να της πει,πριν δει όλο τον πόνο του κόσμου κ την απόγνωση στο βλέμμα της..
"Να φύγεις.Θα σε πιάσει η βροχή και θα αρρωστήσεις.Να φύγεις να μην σε βρουν εδώ."....της είπε πριν σβήσει απ το βλέμμα του το ωράίο προσωπο της..
Κάπου στο βάθος μια σειρήνα ασθενοφόρου έσκιζε την σιωπή της νυχτας στα δύο.....
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου