το άστρο του Αλντεμπαράν
Ο πατέρας μου έφυγε απο την Κεφαλονιά για να μπαρκάρει!
Δεν ήθελε να γίνει ναυτικός αρχικά.
Ο πατέρας μου έίναι καλλιτέχνης.
Αγαπά την ζωγραφική(όπου ζωγραφίζει υπέροχα έτσι κι αλλιώς) αλλά περισσότερο αγαπά να σκαλίζει ξύλα.Έχουμε άπειρες κατασκευές μικρά αριστουργήματα.
Επίσης έίναι δεινός χορεύτής.
Οπότε αρχικά δεν ήθελε να γίνει ναυτικός.
Είχε ένα σχέδιο λοιπόν.
Μπάρκαρε με φορτηγό που θα τον έβγαζε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης μετά από μήνες κι εκεί είχε σκοπό να κατέβει παράνομα(ζούσαν ήδη δυο από τα αδέλφια του εκεί,είχε ζήσει κι αυτός ενάμιση χρόνο στο Ν.Τζέρσει ,αλλά δεν μπόρεσε να μείνει)..
Στο πρώτο του λοιπόν μπάρκο του έλαχε, να έχει μαρκόνι τον Καββαδία.
Ο πατέρας δεν ήξερε ποιος ήταν ο Καββαδίας αλλά ο Καββαδίας προφανώς κατάλαβε τι είναι ο πατέρας μου..
Του πατέρα το πρώτο μπάρκο.Του ποιητή ,το τελευταίο.
"Είδα ένα γεράκο με κασκέτο κ έναν βαρύ επενδύτη" μου έλεγε όταν ήμουν παιδάκι"λιγομίλητο που όλο αγνάντευε την θάλασσα.Μου χάρισε ένα βιβλίο του όμως.Με την υπογραφή του.Όταν μεγαλώσεις κ πας σχολειο θα μπορεις να το διαβάσεις.Τώρα θα στο διαβάζω εγώ."
Έτσι ο πατέρας μας νανούριζε με στίχους για γοργόνες,άντρες που αγαπούσαν γοργόνες,πυξίδες σπασμένες,πειρατικά ,σημάδια που δεν έσβηναν με τίποτα,πυρετούς που καίγαν κορμιά κ ψυχές,άστρα κ κοχύλια σε μαλλιά πλεγμένα,θάνατοι,μαχαίρια,φορτία βαριά,ρότα αδιέξοδη,ντόκους,πόρνες που αγαπούσαν με όλη τους την καρδιά,ναυάγια,ανεμοδούρια και μοναξιά θαλασσινή.
Κι όλο ονειρευόμουν πως ταξιδευω πάνω στα κύματα σαν μπαλαρίνα που θέλει να πετάξει καβάλα σε δελφίνια.
Όταν έφτασε ο πατέρας στην Ν.Υόρκη δεν κατάφερε να το σκάσει και να μέίνει εκει.
Βλέπεις εκείνα τα χρόνια τους ναυτικούς τους πλήρωνε ο καπετάνιος κ ο καπετάνιος κάτι κατάλαβε κ δεν του έδωσε όλα τα λεφτά του στο χέρι.
"Τα υπόλοιπα όταν φτάσουμε Πειραιά μικρέ" λέει ο πατέρας πως του έίπε..
Κι έτσι ο πατέρας γύρισε στον Πειραιά,πήγε στην σχολή,ερωτεύτηκε τρελά την μάνα μου και μας μεγάλωσε με ψωμί και κρασί ποτισμένο με αλμύρα ..
Στο καράβι διάβαζε πολύ,σκάλιζε πολύ κι όλο έγραφε γράμματα ερωτικά στην μάνα μου.
Επίσης χόρευε πολύ κ κάθε ξενη γη που πάτησε την ταξίδεψε γιατί έίχε πάντα την πεποίθηση πως αφού του λαχε να ταξιδέύει στην θάλασσα ,πρέπει να προσκυνά κάθε ξέρα και παράδεισο που τον φιλοξενεί.
Αγόρασε μια ακριβή φωτογραφική μηχανή και απαθανάτιζε την ομορφιά αλλά κ τα δύσκολα του κόσμου που αντίκριζε..
Τόνους άλμπουμ έχει φυλαγμένα στο πατάρι του σπιτιού στον Πειραιά.
Τοπία,άντρες κ γυναίκες με εξωτικές φυσιογνωμίες,ο πατέρας στο καρναβάλι του Ριο,στην Αλάσκα με τα παγόβουνα,στην Ισπανία,στις Κάννες,στην Νέα Υόρκη,στον Νέίλο,στα κανάρια νησιά,στο Αμστερντάμ,στην αυστραλία,στις πυραμίδες,στο λούβρο,στην γη το Πυρός!
Ο πατέρας να χαμογελά,να φορά λουλουδια στο λαιμό του,να ψαρεύει στον ειρηνικό.
Ο πατέρας στο κατάστρωμα,στην τραπεζαρία,στην καμπίνα,στο μηχανοστάσιο,στην πλώρη,στην ανεμόσκαλα,στο μεσαίο το κατάρτι!
Ο πατέρας στα πέρατα του κόσμου ,που όλα του θύμιζαν την μάνα που την έπαιρνε καμιά φορά μαζί του για να της δειξει την Βενετια χιονισμένη.
Ο πατέρας μου ειδε όλο τον κόσμο κι ο κόσμος δεν τον άλλαξε.
Δεν άλλαξε εκεινο το αγόρι που στο πρώτο του μπάρκο συνάντησε τυχαία τον Καββαδία κ του μίλησε πως να κάνει τέχνη κάθε τι που θα αντίκριζε από εδώ κι εμπρός..
Βέβαια ο Λευτέρης μου την τέχνη την είχε μέσα του..
Και το ταξίδι..
Και το βιβλίο του καββαδία το κράτησε στο ερμάρι της καμπίνας μέχρι που ξεμπάρκαρε κι ακόμα μυρίζει από κείνη την μυρωδια που έχουν οι υγρές κουκέτες των ναυτικών κ που ποτέ δεν εξατμίζεται(τι μυστήριο κι αυτό)
Και ποτέ δεν αποθύμησε την θάλασσα, γιατί ο πατέρας μου έίναι ευλογημένος άνθρωπος.
Ό,τι ηθελε το βρήκε στην αγκαλια της μάνας μου κι έτσι έκανε εκείνη κι εμάς να πιστέψουμε στα θαύματα που χτίζουν οι άνθρωποι με την καρδιά κ το μεράκι τους..
Σαν θαλασσινό αεράκι τον αύγουστο που ζεματά ο τόπος...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου