Για τις κόρες της διπλανής πόρτας


για τις  κόρες του κόσμου........


Η Κατερίνα ήταν  ένα κορίτσι μόλις δεκαεπτά ετών ,που ζούσε γύρω στα μέσα του 1950 στα Μανιάτικα του Πειραιά,εκεί κοντά στην Αγ,Σοφία,κάθετα στην Χορμοβίοτου κ Σπάρτης.

Η μάνα πλύστρα,ο πατέρας στο καργάγιο,η μικρότερη από πέντε αδέλφια,όλα αγόρια.

Η Κατερίνα ήταν όμορφη,λυγερή κι ατίθαση.
Μπορεί να ήταν ο συνδυασμός της Μικρασιάτισσας; μάνας και του Μανιάτη πατέρα.

Μπορεί να ήταν το ελεύθερο πνεύμα της,μπορεί να ήταν και τα αγόρια στην γειτονιά που λίγωναν σαν περνούσε με χαμηλωμένο το βλέμμα,μα πάντα ορθό τον κορμό,έτσι που το στήθος της αγνοούσε κάθε λογική κ νόμο βαρύτητας , από τα λασπωμένα δρομάκια της γειτονιάς που μεγάλωνε κι ανθούσε.

Σχολείο πήγε λίγο στο δημοτικό,αλλά ο πατέρας δεν ήθελε η κόρη του να συνεχίζει ,ακόμη κι όταν ο δάσκαλος του είπε πως ήταν καλή και μπορούσε να τελειώσει ,τουλάχιστον , το γυμνάσιο..


Εκείνος ανένδοτος...

Η κόρη, έπρεπε να μείνει σπίτι να βοηθά την μάνα της,να την έχουνε κ από κοντά κ σε λίγο καιρό να βγει κ αυτή στο μεροκάματο.

Στα δώδεκα της χρόνια η Κατερίνα βρέθηκε ένα χάραμα,με τον μικρότερο αδελφό της έξω από το εργοστάσιο με σιδερικά, που ήταν στην Δραπετσώνα,πίσω από τον Αγ.Διονύση,εκεί που το πρωί έβλεπες εργάτες,ναύτες και μεροκαματιάρηδες,αλλά μόλις έπεφτε η νύχτα άναβαν τα κόκκινα και τα κίτρινα φώτα κι αγόρια με βαμμένα χείλη ,με κορίτσια άλλου κόσμου,λάγνα και καταραμένα ζούσαν μιαν άλλη ζωή ..


Δεν της άρεσε η δουλειά στο εργοστάσιο


.Ούτε το μεροκάματο ήταν καλό,άσε που το κρατούσε ο πατέρας.

Δεν της άρεσε η φασαρία από τις μηχανές,τα λερωμένα της χέρια,η πλάτη της που πονούσε κάθε απόγευμα που σχολούσε,τα κουρασμένα βήματα και βλέμματα, των ανθρώπων που δούλευαν μαζί της.

Ο αδελφός της την είχε από κοντά,μαζί πήγαιναν,μαζί εφευγαν.


Σπίτι,δουλειά,δουλειά σπίτι..

Μόνο τις Κυριακές,άλλαζε λίγο το σκηνικό της ζωής της και πήγαινε στο γήπεδο,να δει τον οικοδόμο αδελφό της να παίζει..


Ξεχύνονταν όλοι τότε,από τις φτωχογειτονιές του Πειραιά ,λες κΑΙ ξαφνικά τίποτα σκιερό δεν σκέπαζε τις ζωές τους και έμπαιναν στις κερκίδες κ ξεφώνιζαν τον καημό,το μεράκι,τα όνειρα κ την μιζέρια τους.

Καμιά φορά,κάποια απογεύμα Κυριακής ο πατέρας τους πήγαινε σε μια ταβέρνα κι έτρωγαν μεζέδες που η Κατερίνα δεν είχε δοκιμάσει ποτέ....


Το καλοκαίρι ήταν λίγο καλύτερα,γιατί μετά την δουλειά κ το νοικοκυριό η Κατερίνα έβγαινε με την μάνα της,στην αυλή που είχαν τις δύο κάμαρες τους κ μαζί με τις άλλες κοπέλες κ μανάδες κ πεθερές κ χήρες κ ζωντοχήρες καθόταν αντικριστά κ με λόγια ,πειράγματα κ συχνά τσακωμούς άνευ αιτίας χαράμιζαν τις ζωές τους.


Η Κατερίνα είχε όνειρα.

Ήθελε να γίνει τραγουδίστρια.
Είχε φωνή σαν αηδόνι!

Σαν την μάνα της,που τα βράδια όταν μπάλωνε ,δακρυσμένη, την άκουγε μου σιγομουρμούριζε κάτι αμανέδες της πατρίδας της.

Μα ο πατέρας δεν ήθελε να τραγουδά ούτε η μάνα,ούτε η κόρη.

Αλλά η Κατερίνα ένα βράδυ σαββάτου, είχε προλάβει να τραγουδήσει στον Μιχάλη.

Ο Μιχάλης ήταν ο γόης της περιοχής.
Δεν μπορούσε να του ξεφύγει όσο κι αν προσπάθησε.

Η Κατερίνα ήταν ο ανθός της γειτονιάς,το διαμάντι το ρουμπινιένιο από το στέμμα.

Δεν μπορούσε να μην την γραπώσει.όχι πως δεν του άρεσε πολύ,αλλά ο Μιχάλης δεν ήταν για έρωτες.
Ήθελε να φύγει για την Αμέρικα με την πρώτη ευκαιρία ,ήταν χωμένος κ σε κάτι μαγκιόρικα κόπλα,αλλά την φυλαγότανε.δεν ήθελε να τον μπουζουριάσουνε κ να φάει τα νιάτα του στην στενή.

Αλλά αυτή η Κατερίνα του είχε πετάξει τα μυαλά.

Όμορφη όσο καμιά,μαζεμένη,γλυκιά,σαν ζαχαρωτό χωρίς περιτύλιγμα..

Την έφερνε μήνες βόλτα.Με το καλό,με το γλυκό,με το τρυφερό κ όταν είδε πως άρχιζε να πιάνει το δόλωμα, άρχισε λίγο να παίζει τον αδιάφορο..


Κι εκεί έπιασε το σπάνιο πουλί στις βεργιές που είχε στήσει..


Ήταν δευτέρα στο σχόλασμα,όταν του το είπε..


Να βρει τρόπο να το ξεφορτωθεί της είπε.


Κοφτά ,άτσαλα ,άκαρδα..

Δεν ήταν για τέτοια φορτώματα ο μορφονιός ο Μιχάλης..

Έμεινε να κοιτά το κενό η Κατερίνα...


ΚΑΙ να μετρά τα δευτερόλεπτα που πέφταν σαν σακιά στον χρόνο που της απέμεινε...


Στην γειτονιά εκείνο το πρωί γινόταν χαλασμός,στην μικρή αυλή με τα ξεθωριασμένα τραπεζομάντιλα και τα κόκκινα γεράνια μια μικρή κόρη περίμενε την ετυμηγορία πατρός,υιών αλλά όχι του θεού...


Δεν μπορούσε να το κρύψει πια,κάτι κουβέντες έγιναν κ στην γειτονία,ήταν που λιποθύμησε στο εργοστάσιο δύο,τρεις φορές,ήταν κ κοκκαλιάρα κ ξάφνου φούσκωνε σαν βαρέλι.


Η μάνα έκλαιγε ασταμάτητα,έκλαιγε με λυγμούς.


Την κοιτούσε η κόρη.

Πόσα ήθελε να της πει,πόσο δεν θα πουν ποτέ ..

Ο πατέρας με τα αδέλφια της,τους θείους κ τα ξαδέλφια της,κάπου σε έναν άλλο κόσμο απειλούσαν,φοβέριζαν κ την καταδίκαζαν..


Ο Μιχάλης ο μορφονιός είχε γίνει καπνός από καιρό,από την πιάτσα,μπορεί να είχε πάει κ στην αμερική,μπορεί κ φυλακή,μπορεί κ στο διάβολο,όπως του πρέπε...


Δεν το σκέφτηκε η Κατερίνα πολύ.


Μάλλον το είχε σκεφτεί από καιρό..

Εκείνο το δευτερόλεπτο που ο μικρός αδελφός της ξεκλείδωσε την πόρτα της,εκείνη σαν δαίμονας πετάχτηκε έξω...


Την κυνηγούσαν αλαφιασμένοι όλοι,μια σκηνή για γέλια και για κλάματα,όπως κάθε τι τραγικό στην ζωή..

Κι μεμιάς, όπως έστριψε την γωνία της Καλοκαιρινού,η Κατερίνα ένα κορίτσι,που δεν όρισε ποτέ την ζωή της,έπεσε με φόρα στο πρώτο αυτοκίνητο που είδε μπροστά της...

Μ
ια γάτα από ένα ακάλυπτο,λίγο πιο κάτω, νιαούρισε αγουροξυπνημένη....~

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις