Μαλακισμένη σύμπτωση
Ο δρόμος ήταν βρεγμένος κι η υγρασία τρυπούσε τα κόκαλα του.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν του τηλεφώνησαν από το αστυνομικό τμήμα.
Είχε βρεθεί το πορτοφόλι του, που ειχε ευτυχώς,δηλώσει πως έχασε, στο αυτοκίνητο εκείνης της γυναίκας που είχε εξαφανιστεί εδώ και δύο βδομάδες(η τηλεόραση και το ραδιόφωνο όλο σε αυτό το γεγονός αναφέρονταν αυτές τις μέρες,μια και στην μικρή τους πόλη τέτοια περιστατικά δεν συνέβαιναν ή τουλάχιστον δεν θυμάται κανείς πως κι αν είχαν συμβεί)
Έσφιξε το παλτό του πάνω του,για να προστατεύσει τα πονεμένα του πνευμόνια από το κρύο και συλλογίστηκε πως για να του πει ο αξιωματικός υπηρεσίας να πάει μες στην νύχτα για καλό δεν θα ήταν.
"Μαλακισμένη σύμπτωση",
αναλογίστηκε.
Από που ξεφύτρωσε το πορτοφόλι του στο αυτοκίνητο της αγνοούμενης και που ήταν η κοπέλα ;
Κι ήταν τόσο όμορφη κοπέλα.Την ήξερε φυσιογνωμικά,είχαν ανταλλάξει και δύο κουβέντες.
Έκανε μαθήματα ισπανικών στην πρώην γυναίκα του.
Θα μπορούσε να της είχε προτείνει να βγουν ίσως, αν ήταν σε άλλη φάση της ζωής του,αλλά υπήρχε εκείνη στην μέση και ο έρωτας του για αυτήν ήταν η όαση στην μονότονη και ευθυγραμμισμένη ζωή του...
Ο δρόμος με το σκαμμένο οδόστρωμα του πόνεσε τα πόδια.
Στην βιασύνη του φόρεσε τα πάνινα παπούτσια που είχε για το τρέξιμο.
"Γιατί να είμαι αγχωμένος,καμία σχέση δεν έχω με οτιδήποτε έχει σχέση με όλο αυτό.Θα πάω στο αστυνομικό τμήμα,εξάλλου είμαι ο πιο γνωστός πολίτης της πόλης,μου χρωστούν πολλά,θα πάρω το γαμημένο πορτοφόλι,θα ακούσω τυχόν παράπονα και θα φύγω,γιατί αύριο πετάω χαράματα" σκέφτηκε και καθώς έβαλε το χέρι στην έσω τσέπη του παλτού του, βρήκε ένα στραπατσαρισμένο τσιγάρο από κείνα τα κομμένα και σιχτίρισε την τύχη του που δεν είχε ένα σπίρτο να το ανάψει.
Στην αριστερή γωνία πριν βγει στην κεντρική πλατεία της πόλης,ανάμεσα στα ακριβά ξενοδοχεία και στα παραπήγματα των εργατών από την πίσω μεριά,στην οριζόντια γωνία με τα κοκκινωπά από την ομίχλη φώτα,έστεκε ετοιμόρροπο , το παλιό κτήριο που στεγαζόταν η αστυνομική διεύθυνση..
Μπήκε μέσα βιαστικά,χαιρέτησε κοφτά τον μπροστινό φρουρό,κάποιος άλλος του χαμογέλασε κ έσπευσε να τον χαιρετήσει εγκαρδίως,μια γυναίκα τον κοίταξε λάγνα ,ενώ εκείνος ανέβαινε τα σκαλιά για να φτάσει στο γραφείο του διοικητή..
"Τι συμβαίνει και με έφερες μες στα άγρια μεσάνυχτα εδώ?
μπορούσες να μου στείλετε το πορτοφόλι στο σπίτι ή να περάσει η γραμματέας μου να το πάρει
.Ηρθα μόνο και μόνο γιατί ποτέ δεν θέλω να θίγομαι από κανέναν κι ως τώρα το έχω καταφέρει"είπε με ορμή στον άντρα που εστεκε εμπρός από ένα ασημί γραφείο με τόνους υπηρεσιακών χαρτιών και φακέλλων επάνω του..
"Λυπάμαι που ήρθες και λυπάμαι περισσότερο που πρέπει να παραμείνεις εδώ.Ξέρεις πόσο εκτίμηση τρέφω για εσένα ,αλλά το πορτοφόλι σου δεν είχε μόνο τα χαρτιά σου μέσα.Είχε κι αίμα κολλημένο στην άκρη.
Αίμα, ξερό ημερών,Φοβάμαι πως πρέπει να καθίσεις"....
Του φάνηκε απόκοσμος ο ήχος που έφτασε στα αυτιά του,απόκοσμος και αλλόκοτος.
Μα τι του έλεγε ;;,ποιο αίμα;;;
.Που το πήγαινε...
"Πρέπει να μιλήσεις με τον δικηγόρο σου" του είπε διστακτικά
"Ποιον δικηγόρο μου,αυτό που μου λες είναι αδιανόητο" του είπε σχεδόν ουρλιάζοντας..
"Εδώ είναι ήδη,τον ειδοποίησα,πριν έρθεις" είπε ήρεμα ο άντρας με την μαύρη στολή.
Ο δικηγόρος και παιδικός του φίλος,ήταν ήδη μέσα στο σκοτεινό και σκονισμένο γραφείο και του μιλούσε και του μιλούσε.Δεν μπορούσε να κατανοήσει τι του έλεγαν."υπ' κράτηση,ενοχοποιητικά στοιχεία""εθεάθη με την αγνοούμενη"
΄Για όνομα του θεού,πας να με τρελάνεις,με όλον τον κόσμο έχω επαφές σε τούτη την πόλη,τι εθεάθη..;;;" είπε κ κάθισε για λίγο ακίνητος για να μπορέσει να βάλει σε τάξη αυτό που ζούσε κι ήταν σαν να το ζούσε κάποιος άλλος κι κείνος τα βλέπε όλα σαν θεατής..
"Εκείνη" σκέφτηκε,(μα τι μου λεν),με εκείνη ήμουν το βράδυ που εξαφανίστηκε η γυναίκα"
"Τζοι,Κρίστοφερ" είπε στους άντρες" ΄'ημουν με την Μελίσσα σπίτι μου,μπορεί να το διαβεβαιώσει και επιτέλους είναι ανήκουστο αυτό που γίνεται απόψε"
Τότε ο δικηγόρος του, τράβηξε την διπλανή καρέκλα και πλησιάζοντας τον, του είπε μαλακά
"Η Μελίσσα έφυγε από την πόλη το μεσημερι.
Μάζεψε όλα τα πράγματα της κι έβγαλε εισιτήριο χωρίς επιστροφή.Τα έχω τσεκάρει όλα.Από την ώρα έχεις να της μιλήσεις?Φοβάμαι πως υπάρχει πολύ δρόμος να διανύσουμε μέχρι να ξαναεπιστρέψεις σπίτι σου με τα πόδια"
Του ήρθε στο μυαλό η εικόνα της μάνας του,πίσω από μια κατσαρόλα και στα ρουθούνια του έφτασε η μυρωδιά από αχνιστή σούπα ρεβιθιών.το χέρι της στο κεφάλι του να του ανακατεύει τα μαλλιά,η αδελφή του,η πρώτη φορά που έκανε έρωτα,έπειτα η δουλεία στο λατομείο,το πανεπιστήμιο,η άνοδος,η δόξα,ο γάμος,τα παιδιά του....
κι έπειτα εκείνη...Δεν θυμάται να ένιωσε πιο ευτυχισμένος στην ζωή του..Εκείνη ...Δεν μπορεί.....
Ενιωσε τα πόδια του βρεγμένα....Είχε μπει νερό στα πάνινα παπούτσια του...
.Παρατήρησε πως είχαν τρυπήσει λίγο στον πάτο.Πως δεν τα είχε δει νωρίτερα;
Μια τρύπα!
όλη του η ζωή μια τρύπα που θα μπάζει λάσπες.......
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου