Το τραγούδι της ερήμου
Καθόταν στο παγκάκι στο κέντρο, της πολύβουης πλατείας.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και ,γύρω της ο κόσμος δεν σταματούσε να πηγαινοέρχεται...
Αρχές του Μάρτη, η πόλη προσπαθούμε να αποβάλλει από πάνω της την μιζέρια και την κατήφεια ενός ακόμη παγωμένου Χειμώνα...
Κόσμος διάβαινε λαχανιασμένα από μπροστά της,κόσμος τόσο άτακτα συμπαγής και όμως όμοιος,τόσο ανακατεμένος μεταξύ του,σαν να εφάπτεται ι σε ένα τεράστιο πάζλ,που αν λείψει ένα κομμάτι όσο και να σπάσεις το κεφάλι σου,δεν θα μπορέσεις ποτέ να διακρίνεις την καθαυτή εικόνα αυτού που απεικονίζει το μοτίβο...
Κανείς δεν την πρόσεξε εκεί που καθόταν,σχεδόν ακίνητη..
Κανείς δεν ήξερε αν υπάρχει,ποια είναι,που πάει,που πονάει,τι φοβάται,πόσο αγωνίστηκε,πως λάμπουν τα μάτια της σαν χαμογελά,πως πονά όταν έχει περίοδο,πόσο φοβάται τα χειρουργεία,πόσο διψά,πότε την φίλησαν τελευταία φορά,πότε κοιμήθηκε γαλήνια,πόσα λεφτά της έμειναν στο πορτοφόλι της για να βγάλει τον μήνα,πόσο ήθέλε ένα τσιγάρο τώρα...
Να είχε ένα τσιγάρο τώρα...
Κοίταξε γύρω της....
Ένα ζευγάρι φιλιόταν στο διπλανό παγκάκι,αλήθεια πως δεν το είχε δει νωρίτερα...Φιλιόταν αδιαφορώντας για όλα.Λες και είχαν κόψει το αγκίστρι του χρόνου που τους κράταγε γήινους...
Δεν ήταν γήινοι..Κανείς όταν φιλιέται έτσι,δεν είναι άνθρώπινος.
.
Είναι θεόσταλτος..
Χαμογέλασε και τεντώθηκε,αλλά δεν κουνήθηκε από την θέση της...
Μετανάστες ,εργάτες,ηλικιωμένοι που ανάσαιναν με δυσκολία καθώς προσπαθούσαν να διασχίσουν την πλατεία,κουστουμάτοι,έφηβοι,γυναικες όμορφες,διάβολε οι γυναίκες είναι πάντα όμορφες,τσιγγάνες ξυπόλητες και μικρά παιδιά.
Πόσο λάμπουν τα μικρά παιδιά,πόσο άδολη είναι η ματιά τους...
Να είχαν κάπου να πάνε όλοι αυτοί;
Να τους περίμεναν άραγε,μια μάνα ,ένας,γιος,ένας έρωτας,έστώ ένας βαρετός σύζυγος,μια αδελφή,μια γιαγιά,τουλάχιστον ένα σπίτι με ζεστό νερό κ στο ψυγείο ένα κομμάτι πορτοκαλόπιτα,είχαν λουλούδια στα βάζα τους ή τα άφησαν να ξεραθούν χωρίς να μπουν στον κόπο να τα πετάξουν καν,να έβαζαν ροκ μουσική στο ραδιόφωνο τους ,να έτρωγαν τα νύχια τους,να ήταν δυσκοίλιοι...άραγε οι άνθρωποι γεννιούνται δυσκοίλιοι ή γίνονται στην πορεία...;;;
Κόσμος,,,κόσμος..κι εκείνη κομμάτι του κόσμου,,,όλος ο κόσμος ένα κομμάτι της....
Χαμένη,'άγνωστη,μόνη....
Ξάφνου,της ήρθε μια παλαβή ιδέα...
Να σηκωθεί,λέει, πάνω στο παγκάκι,να σταθεί για λίγο στα φθαρμένα ψηλότάκουνά της και να φωνάζει σε όλους πως ξέρει...
Ξέρει τα πάντα γι αυτούς,όπως ξέρουν τα πάντα εκείνοι για αυτήν...
Ξέρει πως θέλουν να πετάξουν τα παπούτσια τους κ να λασκάρουν την γραβάτα τους...
Πως θέλουν να κατουρήσουν,να φάνε μακαρόνια με κιμά και να καπνίσουν..
Πως θέλουν να διαολοστείλουν και να προσκυνήσουν..
Πως θέλουν ένα βράδυ να κοιμηθούν σαν μωρά στην αγκαλιά της μάνας τους...
Αλλά δεν μίλησε...
Σηκώθηκε μόνο, παραπατώντας στα κόκκινα γοβάκια της και της ήρθε στα χείλη, ένας σκοπός από ένα μινοράκι που είχε να θυμηθεί χρόνια...
Άρχισε να το τραγουδά σιγανά,σχεδόν άηχα...
Έπειτα λίγο πιο θαρραλέα......
Κι ύστερα όλα και πιο δυνατά,σχεδόν διαπασών....
Στο τέλος η φωνή της κάλυψε κάθε άλλον ήχο.Είχαν γυρίσει όλοι κ την κοιτούσαν..άλλοι γελούσαν ,άλλοι απορούσαν κ άλλοι κάτι μουρμούριζαν.
Δεν άκουγε τίποτε παρά μόνο την φωνή της....Μόνο την φωνή της να γεννά νότες....
Ασφαλώς θα την πέρασαν για θεότρελη....
Εκεινο το βράδυ κοιμήθηκε μετά από πολύ καιρό,εννιά ώρες χωρίς διακοπή......
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου