μεταξωτές γυναίκες
Η γιαγιά μου, δεν γιόρταζε που ήταν γυναίκα…
Μάλλον τα περισσότερα χρόνια της ζωής της, σιχτίριζε την τύχη και τη φύση που την γέννησε θήλυ…
Δούλευε όλη της την ζωή σκληρά, όλο το 24ώρο.
Φρόντιζε τους γονείς, τα πεθερικά της, τα παιδιά της, τα αδέλφια της, ζύμωνε ψωμί για μια ντουζίνα ανθρώπους, έπλενε ασπρόρουχα που άστραφταν, μες στο καταχείμωνο, που μάτωναν τα χέρια της και τα χαράματα πήγαινε στο βουνό για να ταΐσει τ’ άλογα της.
Τα φορέματα της τα έραβε η ίδια, έπλενε τα μαύρα της μαλλιά με πράσινο σαπούνι κι όταν είχε περίοδο έπλενε τα ματωμένα πανιά την νύχτα, γιατί ντρεπόταν να τα δουν τα σερνικά κι οι γείτονες.
Η γιαγιά μου δεν παντρεύτηκε από έρωτα τον παππού μου. Δεν επέλεξε τον άντρα που θα πλάγιαζε μαζί την υπόλοιπη ζωή της.
Παρ’ όλα αυτά, εκείνος την αγάπησε πολύ και την άφησε λέφτερη, που ακόμη κι όταν έπρεπε να υπογράψει χαρτιά, εκείνη υπέγραφε με το όνομα του πατρός της κι εκείνος πηγαινόεφερνε χαρτιά κι υπογραφές σε δικαστές και φαρισαίους, για χάρη της….
Η μάνα της γιαγιάς μου δεν γιόρταζε που γεννήθηκε γυναίκα..
Έκανε δεκατέσσερα παιδιά κι όταν ο μεγάλος της γιος έφτασε οκτώ ετών, του έδωσε ένα δισάκι και τον έστειλε να πάει να δουλέψει χωρίς να της επιτρέπεται να πει «όχι, είναι μωρό παιδί».
Δεν ήξερε τι πάει να πει δικαίωμα, δεν ψήφιζε σε εκλογές μέχρι το 1952 τουλάχιστον και πάλι είμαι σίγουρη, όταν ψήφισε πρώτη φορά θα ήταν κατ’ εντολήν του συζύγου.
Περπατούσε πάντα με χαμηλωμένο το βλέμμα, μπας και κατά λάθος συναντήσουν τα μάτια της τα μάτια σερνικού και θεωρούσε πως ο μόνος νόμος που όφειλε να υπακούει, ήταν ο λόγος του πατρός, του αντρός και του υιού της.
Τα πρωινά στις στάσεις των λεωφορείων και του μετρό, χαράματα, τα κορίτσια όλων των ηλικιών δεν γιορτάζουν την γιορτή της γυναίκας.
Σκέφτονται πως θα βγει το οκτάωρο με την ορθοστασία και το άθλιο αφεντικό. Αν θα προλάβουν να γυρίσουν στην ώρα τους να βοηθήσουν το παιδί στα μαθηματικά, πόσα λεφτά θα ζητήσει ο μάστορας για να αλλάζει το σασμάν από το σαράβαλο, αν θα καταφέρουν ν’ αποπληρώσουν τις δόσεις της εφορίας, να πάνε στη λαϊκή την ώρα που μαζεύουν την πραμάτεια τους οι μανάβηδες, που θα χουν πέσει οι τιμές, να μην ξεχάσουν να πάρουν χαρτί υγείας από το σούπερ μάρκετ…
Ούτε τα κορίτσια που πλαγιάζουν με είκοσι και τριάντα σερνικά τη μέρα, γιορτάζουν την γιορτή της Γυναίκας.
Κανείς δεν τις λογαριάζει για ανθρώπους. Κι έτσι έχουν ξεχάσει κι αυτές ποιες είναι. Μόνο την ώρα που ξένα και σκληρά κορμιά αγκομαχούν από πάνω τους, θυμούνται πως κάποτε γεννήθηκαν γυναίκες και κλαίνε βουβά, τόσο βουβά, που αν άφηναν τα δάκρυά τους να κυλήσουν, θα μας έπνιγαν όλους …
Ούτε οι γυναίκες που τις τσάκισε ο πόλεμος, η προσφυγιά κι ο καημός γιορτάζουν την ζωή της γυναίκας
Δεν έχει αντοχή η ψυχή τους να σκεφτούν τι είχαν κι έχασαν, τι ήταν που δεν είναι πια και δεν θα ξαναγίνουν. Τουλάχιστον όπως πρώτα. Άθικτα…
Ούτε οι γυναίκες που κομματιάστηκε η ψυχή τους, ένα βράδυ που περπάτησαν μόνες στο σκοτάδι, με την πεποίθηση πως είναι ασφαλείς να περιφέρουν το σαρκίο τους και την επιλογή του εραστή τους, όπως επιθυμούν.
Ούτε οι γυναίκες που στέκονται στην ουρά του ΟΑΕΔ, με πρησμένα πέλματα γιορτάζουν. Δεν έχουν ημερολόγια στο σπίτι, τους τρομάζει ο χρόνος που χρεώνει τη ζήση τους και με επιπλέον γραμμάτια…
Ούτε εκείνες που έχουν πρησμένα από το ξύλο και τα κλάματα μάτια, κι αγοράζουν πανάκριβα γυαλιά ηλίου για να κρύψουν τις λαβωματιές τους, και χαμογελούν άδοξα και μηχανικά σε φωτογραφικά ενσταντανέ γιορτάζουν…..
Είναι κι εκείνες οι γυναίκες που στέκονται πίσω από γρίλιες φθαρμένων ξύλινων παραθύρων, με σβησμένο το φως στο μικρό τους σαλόνι, που σέρνουν τα πόδια τους μέχρι την κουζίνα, που είναι ποτισμένα τα ντουβάρια της από μυρωδιά τηγανόλαδου και βρασμένου μπρόκολου, που έχουν ένα άρρωστο παιδί στο κρεβάτι, μια μάνα με άνοια, έναν άντρα άνεργο και μια κόρη φοιτήτρια που μοιράζει φυλλάδια στην Αχαρνών. Και που πιο πολύ λυπούνται που δεν έχουν κουράγιο να πουν στην κόρη τους πως όλα τα ωραία είναι πιθανά.
Η μάνα μου δεν γιορτάζει την Γιορτή της Γυναίκας..
Κι όμως, η μάνα μου διάβασε, μορφώθηκε, τραγουδούσε, άκουγε κάθε Κυριακή στο μικρό τρανζίστορ ποδόσφαιρο, έγραφε εκθέσεις και κέρδιζε διαγωνισμούς, είχε πολιτική άποψη, είδε θέατρο, ταξίδεψε, έκαψε τα σουτιέν της, δούλεψε, απαίτησε και δεν έσκυψε το κεφάλι της ποτέ σε άντρα ή σε γυναίκα.
Αλλά, παρόλα αυτά, δεν ήθελε να γιορτάζει στις επετείους που την ορίζουν σαν αξιοθέατο και διατυμπανούσαν το «αυτονόητό» της.
Η κόρη μου, δεν ξέρει μόλις στα εννιά της χρόνια, τι σημαίνει να είσαι γυναίκα.
Κι όμως ξυπνά κάθε πρωί με την πεποίθηση πως κανείς δεν μπορεί να της πει τι θα κάνει. Κι όταν ακόμη της το πει, εκείνη ζυγίζει την απόσταση από το «πρέπει» των άλλων και το δικό της «θέλω».
Τις αγαπώ τις Γυναίκες.
Κάθε κύτταρό τους, κάθε μαλακία τους… Νιώθω κάθε φόβο τους, αισθάνομαι κάθε πόθο τους.
Μου αρέσει μου γεννήθηκα γυναίκα.
Μου αρέσει που νιώθω και έγινα Γυναίκα.
Αλλά περισσότερο από όλα και πάνω από όλα, μου αρέσει που δεν χρειάζομαι κανέναν να με γιορτάσει,να με πιστέψει ,να με προσέξει, να με προστάξει, να μ’ ελευθερώσει, να με δικάσει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου