Οι γυναίκες της πολυκατοικίας που μεγάλωσα....










Σινδόνιον(υπομονή)

Η πολυκατοικία στον πειραιά που έζησα τα παιδικά μου χρόνια ήταν ένα μικρό γυναικείο βασίλειο,βγαλμένο από την Βαβέλ και μυθιστορήμα του Ντίκενς...

Μια μικρή πολυκατοικία,με λευκά χοντροκομμένα  κάγκελα,πορτοκαλί τέντες,μπέζ χρώμα στην πρόσοψη της κ φιμέ παντζούρια πανομοιότυπα,άχαρα αλλά ποτέ λερωμένα από την σκόνη και το καυσαέριο μια και οι γυναίκες που κατοικούσαν μες στους τοίχους της,ήταν νοικοκυρεμένες κ όταν άπλωναν τα ασπρόρουχά τους στα μπαλκόνια ή στην ταράτσα άστραφτε η γειτονιά..

Στον πρώτο όροφο ζούσε η Λίτσα.

 Μια γυναίκα γεννημένη και μεγαλωμένη στον τόπο που ανέθρεψε τον Καπετάν Άρη και λες και είχε μπολιάσει μέσα της από τα γεννοφάσκια της η στόφα του βουνού και της πάλης,ήταν μια γυναίκα ζόρικη,τσαμπουκαλεμένη,αγωνίστρια και δίκαιη.
Είχε βγει στην δουλειά από μικρό κορίτσι και σταμάτησε όταν παντρεύτηκε τον άντρα που αγάπησε,έναν καπετάνιο πανέμορφο τον Νίκο, από την Κεφαλονιά
.Και από καπετάνισσα του βουνού βρέθηκε να ταξιδεύει συντρόφισσα με τον άντρα της στην κουβέρτα που κουμάνταρε εκείνος.


Δίπλα από την Λίτσα,έμενε η Βούλα μια πανέμορφη Ηπειρώτισσα που έμοιαζε λίγο με κείνες τις Βλάχες που περιγράφει η δημώδης λογοτεχνία,γεμάτες αρχοντιά,ομορφιά και δύσκολο ταμπεραμέντο.

Στα μικρά μου μάτια τα κατακόκκινα μαλλιά της ,η κάτασπρη επιδερμίδα της και ο έντονος ερωτισμός της φάνταζαν νεραιδόκοσμα,αλλά πάντα έπεφταν στον βωμό των ασιδέρωτων που στοίβαζε πάντα σε μια καρέκλα  στην κουζίνα της
 .Η Βούλα είχε άντρα φούρναρη που δεν της ταίριαζε(έτσι πίστευα εγώ κι το πιστεύω ακόμη κι ας μην ξέρω που είναι η Βούλα πια ,μια κ μετακόμισε πριν φύγω εγώ από εκεί) και την φανταζόμουν περισσότερο χορεύτρια σε Παριζιάνικο καμπαρέ ΄πρώτης γραμμής.

Δίπλα από εμάς στον δεύτερο όροφο,ζούσε η Αντωνία μια μελαχρινή γυναίκα,Μικρασιάτισσα ,εργάτρια,κομμουνίστρια,φωνακλού,πολυλογού,χαμογελαστή και χορευταρού.

Στο σπίτι της άκουγες πάντα λαικούς λυγμούς κ τραγούδια από τις ένδοξες μέρες της αντίστασης όλου του κόσμου,αλλά και καθαρόαιμα λαικά,μοσχοβόλουσε πάντα κανέλα και ένα μπαχάρι που νομίζω δεν ξαναμύρισα ποτέ,μόνο καμιά φορά που περνώ από την Γούναρη,κάτι από τους πάγκους φτάνει στα ρουθούνια μου κ είναι σαν την την βλέπω να μπαίνει φουριόζα ανεμίζοντας τα μαύρα της μαλλιά, μες στο σπίτι μας και να λέει στην μάνα μου να ψήσει στα γρήγορα έναν τούρκικο .

Έμοιαζε με τσιγγάνα,φορούσε κάτι μεγάλα χρυσά βραχιόλα,που όταν έμπαινε στην πολυκατοικία το κουδούνισμα τους το άκουγες σε όλους τους ορόφους και είχε τα πιο μακρυά μυτερά νύχια που είχα δει ποτέ σε γυναίκα κ φανταζόμουν πως αν ήταν ηρωιδα παραμυθιού,δεν θα μπορούσε παρά να είναι η μάγισσα(κακή ή καλή δεν μπορούσα να καταλήξω)...


Στον τρίτο όροφο,ζούσε η Φωτεινή η Κερκυραία,μια κοντή,γλυκιά και χαμογελαστή γυναίκα,γεμάτη αγάπη στο χαμόγελο της κ μια μόνιμα αδιόρατη θλίψη στο βλέμμα.

Έμοιαζε λίγο σαν μπάμπουσκα αν κ δεν ήταν χοντούλα,απλά είχε μια επαρχιώτικη αντίληψη για τα πάντα.
Με τα χρόνια διαπίστωσα πως απλά δεν ήταν ευτυχισμένη,γιατί δεν την αγαπούσε ο άντρας που παντρεύτηκε κ όλο άκουγα την φωνή της τα βράδια να τραγουδά,τραγούδια που δεν καταλάβαινα.
.Θυμάμαι ,μόνο,μια φορά,είχε ζητήσει από τον πατέρα μου,όταν θα επέστρεφε από ένα μπάρκο,να της φέρει ένα καναρίνι.
Τον είχε παρακαλέσει κι όταν εκείνος της το έφερε,ήταν τόσο μεγάλη η χαρά της που μας μαγείρεψε ταψιά μπακλαβάδες για βδομάδες.
Από τότε κι έπειτα δεν τραγουδούσε πια,μόνο μιλούσε στο καναρίνι,ώσπου μια μέρα,σταμάτησε κ να μιλά κ να τραγουδά κ είπε στην μαμά μου,πως το άφησε να πετάξει μακρυά γιατί της έμοιαζε δυστυχισμένο στο κλουβι.
Έπειτα,έτσι, απλά από τον τρίτο όροφο,άκουγες μόνο ένα απαλό σούρσιμο από παντόφλες...

Δίπλα στην κυρά Φωτεινή,έμενε η άλλη Αντωνία από την Ακράτα,που στο παιδικό μου μυαλό ,αν η πολυκατοικία ήταν βασίλειο,εκείνη ήταν η αυτοκράτειρα,ή αν η πολυκατοικία ήταν στρατόπεδο αυτή θα ήταν συνταγματάρχης.Αυστηρή,δεσποτική,αυταρχική και σπάνια γελαστή.

Είχε έναν σύζυγο μεγαλοστέλεχος ναυτιλιακής,που σε αντίθεση με αυτήν,ήταν γλυκομίλητος,ευγενικός κ σιωπηλός
.Στο σπίτι της,στο μεγάλο της σαλόνι,είχε ένα τεράστιο πιάνο που τα βράδια ακουγόταν τα βαριά πλήκτρα που χτυπούσαν το μαυρόασπρο κλαβιέ του οργάνου,έτσι που νόμιζες πως το κάνει για να ξορκίσει κάθε φάλτσο που προέκυπτε στην ζωή της.

Φορούσε πάντα ρολευ στο κεφάλι της που της έδιναν μορφή ακόμη πιο απόκοσμη κ το σπίτι της μύριζε πάντα βαριά γαλλική κολόνια κ νερόβραστα φαγητά.
όταν πέθανε,σχετικά νέα,θυμάμαι πως λυπήθηκα περισσότερο γιατί η ζωή της ήταν τόσο προγραμματισμένη σε όλα,εκτός από το αυτονόητο...

Στον τέταρτο όροφο ζούσε η κ.Ειρήνη,μια γελαστή,καλόκαρδη,όμορφη και χαρούμενη κυρία γέννημα θρέμμα Κρητικιά,που νόμιζες πως όλος ο κόσμος χωρούσε πάνω στην ποδιά μαγερικής που φορούσε σαν δεύτερο δέρμα πάντα.

Μεγάλωσε με περίσσια αγάπη κ μαεστρία τα παιδιά της ,χωρίς ποτέ να ακούσεις ένα παράπονο ή ένα κακό λόγο από το στόμα της.Μόνο καμιά φορά είχε περιέργεια τι γίνεται στην γειτονιά κ άνοιγε τα ψηλά της παράθυρα τέντα το καταχείμωνο.

Δίπλα της έμενε η Λέλα κ ο Δημήτρης από Σκιάθο, ένα νέο ζευγάρι σαν τους γονείς μου,που ακριβώς γι αυτό τον λόγο,΄γίναμε πολύ φίλοι παιδιά, γονείς κ παίζαμε μπάλα στο πεζόδρομο που ήταν ακριβώς στην είσοδο της πολυκατοικίας μέχρι να βγουν οι μανάδες μας στα μπαλκόνια να μας μαζέψουν μέσα άρον άρον,..


Η μαμά μου η Γιαννούλα ή Ζαννέτα ή Γιάννα ή Ιωάννα ,η Κεφαλονίτισσα, έμενε στο δεύτερο όροφο,δίπλα στην Αντωνία την Μικρασιάτισσα.

Την μαμά μου την αγαπούσαν όλες.Πρώτον γιατί ήταν η μικρότερη,δεύτερον γιατί τραγουδούσε όλη μέρα με την θεσπέσια φωνή της και τότε σταματούσαν όλες τις δουλειε΄ς τους κ την άκουγαν και τρίτον ,γιατί τους δάνειζε όλα εκείνα τα υπέροχα βιβλία που διάβαζε.. 

Τα κορίτσια αντάλλαζαν συνταγές μαγειρικής,ερωτικά μυστικά,σχολικές φωτοτυπίες,βότανα για το κρύωμα,βιβλία για πολιτική,δίσκους βινυλίου,έκαναν γιορτές κ άνοιγαν διάπλατες τις πόρτες τους για να χωρέσουν όλες μέσα,τους  ψιθύριζαν καημούς τους,τα δράματα τους,τα μυστικά τους,τσακώνονταν στις σκάλες για ποια δεν μάζεψε τα νερά από την είσοδο,κράτούσαν τα παιδιά η μια της άλλης,όταν πήγαιναν στην δουλειά,φορούσαν κολόνιες που αγόραζαν από το ίδιο κατάστημα στην Ηρώων Πολυτεχνείου κ τις Κυριακές κατηφόριζαν στο πασαλιμάνι για παγωτό εκμεκ και σινεμά στην Ζέα  ....

Οι γυναίκες της πολυκατοικίας που μεγάλωσα,γυναίκες  από την ρούμελη,την κρήτη,την κέρκυρα,την κεφαλονιά,την μικρασία,την ήπειρο κ τα περίχωρα του Πειραιά,φύτευαν γλαστράκια με βασιλικούς και τριαντάφυλλα,αποκοίμιζαν τα παιδιά τους με νανουρίσματα της καρδιάς τους,έκαναν έρωτα βουβά ή φωναχτά, και μαζεύόταν όλες μαζί στην ταράτσα κάτι απόγέυματα και πριν απλώσουν την μπουγάδα,έβαζαν Χατζιδάκι και Μητροπάνο πίνοντας τσαι με θέα το Λιμάνι του Πειραιά,την Δραπετσώνα και την Ψυτάλλεια ,ταξιδεύοντας(είμαι σίγουρη πια) νοερά στις πόλεις κ τα χωριά που τις ανέθρεψαν....

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις