Η κατσαρίδα
~η κατσαρίδα Η πλατεία ήταν στολισμένη,κατάφωτη και οι περισσότεροι μικροπωλητές είχαν στήσει ήδη τους πάγκους με την πραμάτεια τους πάνω στη νησίδα που χώριζε την μεγάλη πλατέία με την ακρογιαλιά που έδεναν οι ψαρόβαρκες. .Στο μούχρωμα της μέρας ,έτσι όπως απεγνωσμένα πολεμούσε ο ήλιος να μη βυθιστεί στην θάλασσα,τα μπακίρια και τα μεταχειρισμένα σκέυη απ τους ξύλινους πάγκους,δημιουργούσαν ανταύγειες στα χρώματα της ίριδας που ζωγραφίζονταν στα πρόσωπα των μεγάλων κι έκαναν τα μικρά παιδιά να χαχανίζουν λες κι έβλεπαν παρέλαση με κλόουν. Οι θιασώτες απ το μπουλούκι φρόντιζαν τις τελευταίες λεπτομέρείες για το στήσιμο των αυτοσχέδιων σκηνικών τους πίνοντας μπύρα και ρετσίνα ,βλασφημώντας ψιθυριστά τη μοίρα τους,που τους έριξε στο δρόμο. Οσο περνούσε η ώρα όλο και περισσότερος κόσμος μαζεύοταν να δει την υπαίθρια παράσταση. τουρίστες με χαιμαλιά και μαλλιά που έσταξαν αλμύρα ,κορίτσια νεαρά γεμάτα σφρίγος και νιάτα,φορώντας λουλουδάτα φορέματα και μικροσκοπικά σορτς